Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιβατικός

См. также в других словарях:

  • επιβατικός — ή, ό (AM ἐπιβατικός, ή, όν) [επιβάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι αυτούς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό μέσο μεταφοράς επιβατών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν 1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • επιβατικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες, που προορίζεται γι αυτούς: Επιβατική αμαξοστοιχία. 2. το ουδ. ως ουσ., επιβατικό (ενν. πλοίο), πλοίο που μεταφέρει επιβάτες, το ποστάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιβατικά — ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc pl ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc/acc dual ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικῶν — ἐπιβατικός of fem gen pl ἐπιβατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικόν — ἐπιβατικός of masc acc sg ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικοῖς — ἐπιβατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικοῦ — ἐπιβατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικήν — ἐπιβατικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατικῶς — ἐπιβατικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»