-
1 пассажирский
-
2 кабина
ο θάλαμος, ο θαλαμίσκος, η καμπίναгерметическая - στεγανός/ερνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кабина
-
3 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
4 пассажирский
пассажир||скийприл ἐπιβατικός. -
5 пассажирский
επ.επιβατικός.пассажирский пароход επιβατικό ατμόπλοιο•пассажирский поезд επιβατικό τρένο.
См. также в других словарях:
επιβατικός — ή, ό (AM ἐπιβατικός, ή, όν) [επιβάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι αυτούς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό μέσο μεταφοράς επιβατών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν 1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου 2. ο… … Dictionary of Greek
επιβατικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες, που προορίζεται γι αυτούς: Επιβατική αμαξοστοιχία. 2. το ουδ. ως ουσ., επιβατικό (ενν. πλοίο), πλοίο που μεταφέρει επιβάτες, το ποστάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβατικά — ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc pl ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc/acc dual ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικῶν — ἐπιβατικός of fem gen pl ἐπιβατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικόν — ἐπιβατικός of masc acc sg ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικοῖς — ἐπιβατικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικοῦ — ἐπιβατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικήν — ἐπιβατικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικῶς — ἐπιβατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)