-
1 официальный
официальный επίσημος* \официальный визит η επίσημη επίσκεψη* * *официа́льный визи́т — η επίσημη επίσκεψη
-
2 торжественный
торжественный επίσημος; πανηγυρικός (праздничный)· \торжественныйое открытие τα εγκαίνια* * *επίσημος; πανηγυρικός ( праздничный)торже́ственное откры́тие — τα εγκαίνια
-
3 официально
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > официально
-
4 перевозчик
ο μεταφορέας, генеральный - γενικός -официальный - νόμιμος -, επίσημος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозчик
-
5 понятой
юр. о επίσημος μάρτυρας (σε έρευνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понятой
-
6 представитель
ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представитель
-
7 гость
гост||ьм ὁ ξένος, ὁ φιλοξενούμενος, ὁ μουσαφίρης:незваный \гость ἀπρόσκλητος μουσαφίρης· почетный \гость ἐπίσημος ξένος· вы у нас редкий \гость σπάνια μας ἐπισκέπτεσθε· звать в \гостьи (προσ)καλὠ στό σπίτι μου· идти в \гостьи πηγαίνω ἐπίσκεψη· принимать \гостьей δέχομαι ἐπισκέπτες· быть в \гостьях φιλοξενούμαι, εἶμαι μουσαφίρης· ◊ в \гостьях хорошо, а дома лучше погоз. ^ σπίτι μου σπιτάκι μου καί σπιτοκαλυβάκι μου. -
8 декларативный
деклар||ати́вныйприл τής διακήρυξης, πομπώδης, ἐπίσημος. -
9 официальный
официальныйприл в разн. знач. ἐπίσημος:\официальныйое лицо́ τό ἐπίσημο πρόσωπο· \официальныйое заявление ἡ ἐπίσημη δήλωση· \официальныйые данные τά ἐπίσημα στοιχεία· \официальный тон τό ἐπίσημο ὑφος. -
10 параднееый
параднее||ыйприл1. (торжественный, праздничный) ἐπίσημος, ἐορτάσιμος:\параднееыйая форма ἡ μεγάλη σ-ολή· 2.:\параднееыйый подъезд ἡ κυρία είσοδος \параднееыйая дверь ἡ κεντρική πόρτα. -
11 торжественный
торжественн||ыйприл ἐπίσημος, πανηγυρικός, ἐορταστικός (праздничный):\торжественныйый день ἡ ἐορτάσιμη ήμερα· \торжественныйая ми-ну́та ἡ ἐπίσημη στιγμή· \торжественныйое собрание ἡ πανηγυρική συγκέντρωση· \торжественныйый обед τό ἐπίσημο γεῦμα· \торжественныйый въезд ἡ θριαμβευτική είσοδος. -
12 официальный
[αφίτσυάλ'νυΐ] εκ. επίσημος -
13 торжественный
[ταρζέστβιννυϊ] εκ. επίσημος -
14 официальный
[αφίτσυάλ'νυϊ] επ επίσημος -
15 торжественный
[ταρζέστβιννυϊ] επ επίσημος -
16 выходной
επ.1. της εξόδου•-ая дверь θύρα εξόδου• -όθ•
отверстие οπή διαφυγής ή εκροής.
2. γιορτινός, επίσημος•выходной костюм γιορτινό κοστούμι.
3. της αργίας•выходной день μέρα αργίας.
4. ουσ. που δεν εργάζεται, έχει αργία•она сегодня -ая αυτή σήμερα δε δουλεύει, έχει ρεπό.
εκφρ.- ое пособие – χρηματικό βοήθημα που δίνεται στον απολυόμενο•- ая роль – βοηθητικός (δευτερεύων) ρόλος ηθοποιού•-ые сведения ή данные – στοιχεία έκδοσης βιβλίου (χρόνος, τόπος, αριθμός αντιτύπων κλπ.). -
17 декларативный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно• της διακήρυξης, πομπώδης, στομφώδης, εμφαντικός•, επίσημος. -
18 званный
επ.1. (προσ)καλεσμένος, προσκεκλημένος.2. επίσημος (για γεύμα, εσπερίδα κλπ.). -
19 красный
επ., βρ: -сен, -сни, -сно.1. κόκκινος, ερυθρός•-ое знамя κόκκινη σημαία•
-цвет κόκκινο χρώμα.
2. αριστερός (στις ιδέες).ουσ. ο αριστερός.3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•-ая девица όμορφο κορίτσι.
4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•красный день καθαρή μέρα.
5. παλ. τιμητικός, επίσημος.εκφρ.- ая Армия – Κόκκινος Στρατός•- ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•красный гриб – βλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•- ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•- ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•- ая икра – κόκκινο χαβιαρι•красный крест – ερυθρός σταυρός•общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•красный лес – βλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•- ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•красный товар – τα υφάσματα•- ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•-ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•- ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•-ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•под -ую шапку попасть ή угодить – παλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•красный фонарь – παλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•красный петух – βλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια. -
20 официальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноεπίσημος•-ое сообшние επίσημη ανακοίνωση•
-ое лицо επίσημο πρόσωπο•
официальный документ επίσημο έγγραφο•
-ое приглашение επίσημη πρόσκληση.
|| μτφ. τυπικός, για τον τύπο (όχι ολόψυχα, ολόκαρδα)• κρύος, ψυχρός•-ые собо-лзнованил τυπικά συλλυπητήρια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπίσημος — serving to distinguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επίσημος — η, ο επίρρ. α 1. (για νομίσματα), που έχει στην επιφάνειά του σήμα, σημασμένος (αντίθ. άσημος):Επίσημος χρυσός (ο κομμένος σε νομίσματα). 2. που προέρχεται από κάποια δημόσια αρχή, κρατικός (αντίθ. ανεπίσημος):Επίσημο έγγραφο. 3. που έχει κύρος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισημότερον — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial comp ἐπίσημος serving to distinguish masc acc comp sg ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτάτω — ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut nom/voc/acc superl dual ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτάτων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen superl pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτέραις — ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl ἐπισημοτέρᾱͅς , ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημοτέρων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen comp pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημότατα — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial superl ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)