Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επίσημος

См. также в других словарях:

  • ἐπίσημος — serving to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επίσημος — η, ο επίρρ. α 1. (για νομίσματα), που έχει στην επιφάνειά του σήμα, σημασμένος (αντίθ. άσημος):Επίσημος χρυσός (ο κομμένος σε νομίσματα). 2. που προέρχεται από κάποια δημόσια αρχή, κρατικός (αντίθ. ανεπίσημος):Επίσημο έγγραφο. 3. που έχει κύρος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισημότερον — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial comp ἐπίσημος serving to distinguish masc acc comp sg ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτάτω — ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut nom/voc/acc superl dual ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτάτων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen superl pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτέραις — ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl ἐπισημοτέρᾱͅς , ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτέρων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen comp pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημότατα — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial superl ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»