-
1 ровный
ровный 1) (гладкий) ίσιος, επίπεδος 2) (равномерный) ίσιος* * *1) ( гладкий) ίσιος, επίπεδος2) ( равномерный) ίσιος -
2 затвор
1. (запор, засов) η αμπάρα 2. (гид-ротехнический) о υδροφράκτης, ο υδατο-φράκτης 3. (фотографический) το κλείστρο (του διαφράγματος (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (огнестрельного оружия) το κλείστρο 5. (полевого транзистора) η πύληизолированный - απομονωμένη - (трубопровода) το επιστόμιο, η βάναгидравлический - см. водяной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затвор
-
3 конденсатор
(хим., эл.) о συμπυκνωτ/ής(тепл.) о συμπυκνωτής, το ψυγείο της ατμομηχανής- служит для накопления электрической энергии - χρησιμοποιείται για συσσώρευση της ηλεκτρικής ενέργειαςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсатор
-
4 ремень
1. тех. ο ιμάντας 2. (полоса кожи) η ζών/η, ο ιμάςпривязной ав. - πρόσδεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремень
-
5 вровень
вровеньнареч (с чем-л.) ἰσόπεδος, ἐπίπεδος (προς) στό ὕψος τοῦ..., ίσαμε. -
6 плоский
плоск||ийприл1. ἐπίπεδος, ὁμαλός, ἰσιος:\плоскийая поверхность ἡ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια·2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:\плоскийая тарелка τό ρηχό πιάτο·3. (пошлый) κρύος, σαχλός. -
7 плоскость
плоскост||ьж1. (поверхность) ἡ ἐπιφάνεια, ἡ ἐπίπεδος ἐπιφάνεια·2. перен τό ἐπίπεδο:в разных \плоскостьях σέ διαφορετικά ἐπίπεδα·3. мат τό ἐπίπεδο[ν]:пак-ло́нная \плоскость ἡ ἐπικλινής ἐπιφάνεια· ◊ катиться по наклонной \плоскостьи παίρνω τόν κατήφορο. -
8 ровный
ровн||ыйприл1. (гладкий) ὁμαλός, ίσιος, ἐπίπεδος, λείος:\ровныйая поверхность ἡ ὁμαλή ἐπιφάνειά \ровныйая пряжа τό λεῖον νήμα, ἡ λεία κλωστή·2. (прямой \ровный о линии и т. ἡ.) ἰσιος, εὐθύς·3. (одинаковый, равный) разг ὅμοιος·4. (равномерный, плавный) κανονικός:\ровныйый пульс ὁ κανονικός σφυγμός· \ровныйый шаг τό κανονικό βήμα·5. (спокойный) ήρεμος, ὁμαλός, ήσυχος:\ровныйый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· ◊ для \ровныйого счета γιά νά γίνει στρογγυλός ὁ λογαριασμός· \ровныйым счетом ничего́ разг ἀπολύτως τίποτε. -
9 масштабный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. της κλίμακας.2. μτφ. μεγάλης έκτασης, μεγάλων διαστάσεων, μεγάλου μεγέθους• μεγάλος, τρανός.εκφρ.- ая линейка – κανόνας επίπεδος με μετρικές διαιρέσεις. -
10 плоский
επ., βρ: -сок, -ска, -ско; площе..1. ομαλός, ίσος, ευθύς, επίπεδος,.ισόπεδος•-ая поверхность ομαλή επιφάνεια•
-ая горная возвышенность οροπέδιο, πλάτωμα.
2. πεπλατυσμένος, πλακουτσός, επίπλατης. || αβαθής, ρηχός, ανοιχτός•-ая тарелка αβαθές πιάτο.
3. άχαρος, ανούσιος, άνοστος• κρύος, ανάλατος, σαχλός•-ая шутка ανάλατο αστείο.
εκφρ.- ая стопа – πλατυποδία. -
11 плоскостной
επ.επίπεδος, ισόπεδος. -
12 площадка
-и θ.1. πλατεία μικρή• γηπεδάκι• πίστα, στίβος κονίστρα•спортивная площадка αθλητικό γήπεδο•
танцевальная площадка πίστα χορού•
орудииная площадка τηλεβολοστάσιο.
|| χώρος επίπεδος•строительная площадка χώρος οικοδομής•
на лестнице πλατύσκαλο, πλατύβαθμο, κλιμακτήρας.
2. εξέδρα.3. πλατειΐτσα βαγονιού. -
13 столовный
επ.1. του τραπεζιού•столовный ящик συρτάρι του τραπεζιού.
2. του φαγητού•-ая ложка κουτάλι του φαγητού•
-ая соль αλάτι μαγειρικό.
3. επίπεδος•-ая вершина επίπεδη κορυφή.
εκφρ.- ое вино – γνήσιο κρασί. -
14 уплощённый
επ.επίπεδος, ίσιος, ομαλός.
См. также в других словарях:
ἐπίπεδος — on the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
επίπεδος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει ομαλή επιφάνεια (χωρίς εσοχές και προεξοχές), ο ισόπεδος, ο ισοπεδωμένος. 2. (γεωμ.), φρ., «επίπεδη επιφάνεια», η επιφάνεια σε οποιαδήποτε διεύθυνση της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα η ευθεία γραμμή. 3. που έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπεδώτερον — ἐπίπεδος on the ground masc acc comp sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπεδος on the ground adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπέδως — ἐπίπεδος on the ground adverbial ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπεδον — ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπεδώνω — [επίπεδος] κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, μεταβάλλω ανώμαλη επιφάνεια σε επίπεδη … Dictionary of Greek
ἐπιπεδεστέρῳ — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπεδωτέροις — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπεδέστερα — ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπέδοιν — ἐπίπεδος on the ground masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)