Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επίκαιρος

См. также в других словарях:

  • ἐπίκαιρος — in fit time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… …   Dictionary of Greek

  • επίκαιρος, -η — ο επίρρ. α 1. που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο: Επίκαιρη συζήτηση. 2. (για τόπους), ο κατάλληλος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό: Τα επίκαιρα σημεία της ορεινής διάβασης. 3. (για ενέργειες), καίριος, αποτελεσματικός: Το χτύπημα ήταν επίκαιρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικαιρότερον — ἐπίκαιρος in fit time adverbial comp ἐπίκαιρος in fit time masc acc comp sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιροτάτων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen superl pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιροτέρων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen comp pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρότατα — ἐπίκαιρος in fit time adverbial superl ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρότατον — ἐπίκαιρος in fit time masc acc superl sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαίρως — ἐπίκαιρος in fit time adverbial ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκαιρον — ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιροτάταις — ἐπίκαιρος in fit time fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»