-
1 εξωτερικός
-
2 ἐξωτερικός
-
3 ἐξωτερικός
ἐξωτερικός, äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Ggstz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; σκέψις 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.
-
4 εξωτερικος
31) внешний, наружныйτὰ ἐξωτερικά (sc. μόρια) Arst. — внешние органы, конечности
2) иноземный3) особый, отличный, иной(σκέψις Arst.)
4) общественный, публичный(πράξεις Arst.)
5) эксотерический, предназначенный для широкой публики, популярный(λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.)
-
5 ἐξωτερικός
ἐξωτερικός, äußerlich, ausländisch. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Ggstz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen -
6 εξωτερικός
η, ό[ν]1) внешний, наружный;εξωτερική τσέπη;
наружный карман;εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;
εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;
εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;
εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;
τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;
εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;
2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;εξωτερική αγορά — внешний рынок;
εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;
εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;
υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;
3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;
4) перен. внешний, поверхностный;§ εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;
ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;
δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;
ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;
τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;
τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер
-
7 εξωτερικός
[эксотэрикос] εκ. наружный, внешний, заграничный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξωτερικός
-
8 εξωτερικός
[эксотэрикос] επ наружный, внешний, заграничный. -
9 ἐξωτερικός
A external, belonging to the outside, τὰ ἐ. the exterior members, such as hands and feet, Arist. GA 786a26; ἐ. ἀρχή foreign dominion, Id.Pol. 1272b19; ἐ. πράξεις external activities, ib. 1325b22; ἐ. ἀγαθά ib. 1323b25; οἱ ἐ. persons outside the Pythagorean school, Iamb.VP32.226.II οἱ ἐ. λόγοι popular arguments or treatises, opp. οἱ κατὰ φιλοσοφίαν, Arist.EE 1217b22, Pol. 1278b31, Metaph. 1076a28, EN 1102a26, al.;ταῦτα -κωτέρας σκέψεως Id.Pol. 1254a33
; ἐ. λόγοι, opp. ἀκροαματικοί or ἐσωτερικοί (q. v.), Gell.20.5.2; ἐ. διάλογοι, opp. τὰ ἠθικά, τὰ φυσικὰ ὑπομνήματα, Plu.2.1115b; cf. ἐσωτερικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτερικός
-
10 εξωτερικός
1) étranger2) extérieur3) externe -
11 εξωτερικός
1) cudzoziemski przym.2) dziwny przym.3) obcokrajowy przym.4) obcy przym.5) zagraniczny przym. -
12 εξωτερικός
1) cizí2) zahraniční -
13 εξωτερικός
foreignΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξωτερικός
-
14 внешний
εξωτερικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внешний
-
15 extérieur
εξωτερικός -
16 externe
εξωτερικός -
17 εξωτερικά
ἐξωτερικόςexternal: neut nom /voc /acc plἐξωτερικά̱, ἐξωτερικόςexternal: fem nom /voc /acc dualἐξωτερικά̱, ἐξωτερικόςexternal: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 ἐξωτερικά
ἐξωτερικόςexternal: neut nom /voc /acc plἐξωτερικά̱, ἐξωτερικόςexternal: fem nom /voc /acc dualἐξωτερικά̱, ἐξωτερικόςexternal: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 внешний
-яя, -ее, επ.1. εξωτερικός•-ие признаки εξωτερικά σημάδια•
внешний вид εξωτερική μορφή•
-ее сходство εξωτερική ομοιότητα.
2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.
3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•-яя политика η εξωτερική πολιτική•
-враг ο εξωτερικός εχθρός•
-яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•
-ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.
εκφρ.внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου. -
20 кронциркуль
1. (чертёжный) о διαβήτης με κυρτά σκέλη, ο καμπύλος διαβήτης με ελατήριο 2. (измерительный) о μετρητής της διαμέτρου/διάστασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кронциркуль
См. также в других словарях:
ἐξωτερικός — external masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξωτερικός — ή, ό (AM ἐξωτερικός, ή, όν) [εξώτερος] αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους… … Dictionary of Greek
εξωτερικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο έξω, που βρίσκεται ή υπάρχει προς τα έξω, που είναι στην εξωτερική επιφάνεια: Εξωτερικά ενδύματα. – Εξωτερική σκάλα. 2. που αφορά ή αναφέρεται σε όσα βρίσκονται έξω: Το εξωτερικό κλειδί της πολυκατοικίας. 3. που αναφέρεται στις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
ἐξωτερικά — ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc pl ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc/acc dual ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικῶν — ἐξωτερικός external fem gen pl ἐξωτερικός external masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικόν — ἐξωτερικός external masc acc sg ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικαί — ἐξωτερικός external fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοῖς — ἐξωτερικός external masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοί — ἐξωτερικός external masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοῦ — ἐξωτερικός external masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)