Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξοχικός

См. также в других словарях:

  • εξοχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξοχή, που βρίσκεται έξω από την πόλη, υπαίθριος: Εξοχικό κέντρο. 2. που γίνεται στην εξοχή: Εξοχικός περίπατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοχικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι») 2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι») 3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία) β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια… …   Dictionary of Greek

  • άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»