-
1 εξοχικός
[эксохикос] επ. загородный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξοχικός
-
2 загородный
загородный εξοχικός \загородныйая прогулка о περίπατος στην εξωχή* * *за́городная прогу́лка — ο περίπατος στην εξοχή
-
3 дачный
дачн||ыйприл ἐξοχικός:\дачныйое место ἡ ἐξοχή. -
4 загородный
загородныйприл ἐξοχικός:\загородный дом Ιϋπαυλη, τό ἐξοχικό σπίτι· \загородный ая прогу́лка ὁ περίπατος στήν ἐξοχή, ἡ ἐκδρομη. -
5 загородный
[ζάγκαροντνυϊ] επ. εξοχικός -
6 загородный
[ζάγκαροντνυϊ] επ εξοχικός -
7 дачный
επ.εξοχικός, της έπαυλης•-ая местность τόπος παραθερισμού, θέρετρο•
-ые развлечения παραθεριστικές διασκεδάσεις•
дачный отдых παραθερισμός στην έπαυλη.
-
8 загородный
επ.εξοχικός•загородный дом εξοχικό σπίτι, έπαυλη, βίλλα.
-
9 полевой
επ.1. αγροτικός•-ая дорога αγροτικός δρόμος.
2. (στρατ.) πεδινός, της εκστρατείας•-ая пушка πεδινό πυροβόλο•
-ая артиллерия πεδινό πυροβολικό•
полевой госпиталь ορεινό χειρουργείο•
-ая почта ταχυδρομείο εκστρατειας•
-ая кухня μαγειρείο εκστρατείας.
3. φυσικός• εξοχικός.4. κυνηγετικός.5. αγροτικός, αυτοφυής, άγριος•- ая мята άγρια μίνθη (επιστ.), αγριόδυοσμος (λκ.)
полевая мышь ο αρουραίος.
εκφρ.полевой шпат – είδος ά-στρίου (ορυκτό). -
10 прогулка
-и θ.περίπατος•прогулка в лес περίπατος στο δάσος•
загородная прогулка εξοχικός περίπατος•
прогулка на лодке βαρκάδα•
прогулка на лыжах περίπατος με τα σκι.
См. также в других словарях:
εξοχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξοχή, που βρίσκεται έξω από την πόλη, υπαίθριος: Εξοχικό κέντρο. 2. που γίνεται στην εξοχή: Εξοχικός περίπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοχικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι») 2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι») 3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία) β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια… … Dictionary of Greek
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek