Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξοπλισμός

См. также в других словарях:

  • εξοπλισμός — ο (AM ἐξοπλισμός) [εξοπλίζω] 1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα 2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ. 3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός τού εργαστηρίου», «εξοπλισμός τού σκάφους»,… …   Dictionary of Greek

  • εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • εργοτάξιο — Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την εκτέλεση έργων μεγάλων διαστάσεων. Οργανώνεται και εφοδιάζεται με τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκτέλεση όλων των διαδοχικών φάσεων του έργου, δηλαδή για την προπαρασκευή του εδάφους και, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»