-
1 εξονομαινω
(aor. conjct. 2 л. sing. ἐξονομήνῃς) называть по имени, упоминать(τινά Hom. и τι Hom., HH.)
αἴδετο (τὸν) γάμον ἐξονομῆναι πατρί Hom. — ей неловко было сказать о браке отцу -
2 εξονομαζω
1) произноситьἔπος τ΄ ἔφατ΄ ἔκ τ΄ ὀνόμαζεν Hom. — он промолвил, сказав
См. также в других словарях:
εξονομαίνω — ἐξονομαίνω (Α) 1. καλώ ονομαστικά 2. εκφράζω ρητά, σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονομαίνω «ονομάζω» (< όνομα)] … Dictionary of Greek
ἐξονομήνω — ἐξονομαίνω name aor subj act 1st sg (epic ionic) ἐξονομαίνω name aor ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονομαίνειν — ἐξονομαίνω name pres inf act (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονομῆναι — ἐξονομαίνω name aor inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονομήνῃς — ἐξονομαίνω name aor subj act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονόμηναν — ἐξονομαίνω name aor ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονομήναι — ἐξονομήναῑ , ἐξονομαίνω name aor opt act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)