-
1 εξημμένος
-
2 φαντασία
η1) воображение, фантазия;νοσηρά φαντασία — больная фантазия;
ζωηρά φαντασία — богатая фантазия;
προϊόν της φαντασίας — плод фантазии;
εξημμένη φαντασία — пылкая, необузданная фантазия;
κατά φαντασίαν ασθενής — мнимый больной;
2) фантазия, плод воображения;3) самодовольство; высокомерие;είμαι γεμάτος φαντασία — быть о себе высокого мнения; — воображать о себе (разг);
είδες φαντασία πού σού την έχει! — видел, какого он о себе мнения!;
4) муз. фантазия
См. также в других словарях:
ἐξημμένη — ἐξάπτω fasten from perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξημμένῃ — ἐξάπτω fasten from perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek