Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εξημμένη

  • 1 εξημμένος

    η, ον
    1) возбуждённый, разгорячённый; раздражённый, рассерженный;

    εξημμένη φαντασία — возбуждённая фантазия;

    2) горячий, вспыльчивый;
    3) хвастливый;

    εξημμένη κεφαλή — горячая голова

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξημμένος

  • 2 φαντασία

    η
    1) воображение, фантазия;

    νοσηρά φαντασία — больная фантазия;

    ζωηρά φαντασία — богатая фантазия;

    προϊόν της φαντασίας — плод фантазии;

    εξημμένη φαντασία — пылкая, необузданная фантазия;

    κατά φαντασίαν ασθενής — мнимый больной;

    2) фантазия, плод воображения;
    3) самодовольство; высокомерие;

    είμαι γεμάτος φαντασία — быть о себе высокого мнения; — воображать о себе (разг);

    είδες φαντασία πού σού την έχει! — видел, какого он о себе мнения!;

    4) муз. фантазия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φαντασία

См. также в других словарях:

  • ἐξημμένη — ἐξάπτω fasten from perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξημμένῃ — ἐξάπτω fasten from perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»