-
1 εξασφαλίζω
[эксасфализо] р. обеспечивать, гарантировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξασφαλίζω
-
2 гарантировать
εγγυώμαι, εγγυούμαι, (обеспечивать) διασφαλίζω, εξασφαλίζω-возмещение убытков εξασφαλίζω/καλύπτω τις τυχόν ζημιές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантировать
-
3 запасти
-
4 обеспечивать
обеспечивать, обеспечить εξασφαλίζω, εφοδιάζω εγγυούμαι (гарантировать)* * *= обеспечитьεξασφαλίζω, εφοδιάζω εγγυούμαι ( гарантировать) -
5 заручаться
заручатьсянесов, заручиться сов προεξασφαλίζω, ἐξασφαλίζω ἐκ των προτέρων:заручиться чьи́м-л. согласием ἐξασφαλίζω τήν συγκατάθεση κάποιου. -
6 обеспечивать
обеспечиватьнесов, обеспечить сов1. (снабжать) ἐφοδιάζω, προμηθεύω, χορηγώ, ἐξασφαλίζω·2. (гарантировать) ἐξασφαλίζω, ἐγγυώμαι. -
7 бронировать
-рую (-рую), -руешь (-руешь), ρ.δ.κ.σ.μ.1. θωρακίζω.2. προορίζω, εξασφαλίζω•бронировать места в вагоне для курортников εξασφαλίζω θέσεις στο βαγόνι για τους παραθεριστές.
1. θωρακίζομαι.2. προορίφμαι, εξασφαλίζομαι. -
8 заготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.προετοιμάζω. || εξασφαλίζω, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•заготовить дрова на зиму εξασφαλίζω καυσόξυλα για το χειμώνα.
-
9 абонировать
свз. συνδέω τους συνδρομητές, εξασφαλίζω δίαυλο επικοινωνίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонировать
-
10 бронирование
I.(покрытие бронёй) η θωράκωσηII.(закрепление кого-, чего-л. за кем-, чем-л.) το κλείσιμο, η εξασφάλιση-ть κλείνω, εξασφαλίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бронирование
-
11 замена
η αντικατάστασ/η, η αλλαγή, η υποκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замена
-
12 занятость
I.(линии связи) η κατάληψη (της γραμμής επικοινωνίας).II. (работой) η απασχόλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > занятость
-
13 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
14 обеспечивать
1. (снабжать) εφοδιάζω, προμηθεύω 2. (поддерживать) υποστηρίζω 3. (нести ответственность) ελέγχω, έχω την ευθύνη, ευθύνομαι 4. (предусматривать) εξασφαλίζω, διασφαλίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечивать
-
15 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
-
16 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
-
17 преимущество
η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προνόμιοступенчатое - (одной передачи над другой) ιεραρχική -, κλιμακωτή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преимущество
-
18 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
19 сохранность
η ασφάλειαη ακεραιότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сохранность
-
20 услуга
1. (действие, приносящее помощь, пользу другому) η υπηρεσί/αоказать - у κάνω τη χάρη, εξυπηρετώ2. -й (обслуживание) οι υπηρεσίεςпредлагать - и προτείνω/προσφέρω τις -- связи - επικοινωνίας, τηλεφωνικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > услуга
См. также в других словарях:
εξασφαλίζω — εξασφαλίζω, εξασφάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… … Dictionary of Greek
εξασφαλίζω — εξασφάλισα, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος, μτβ., κάνω κάτι εντελώς ασφαλές, το κατοχυρώνω τελείως, το σιγουράρω εντελώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξασφαλιζόμενον — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισάμενον — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλιζόμενοι — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλιζόμενος — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισθῆναι — ἐξασφαλίζω make secure aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισθῇ — ἐξασφαλίζω make secure aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισάμενος — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλίζεσθαι — ἐξασφαλίζω make secure pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)