-
1 εξαντλημένες
η, ο[ν]1) исчерпанный, иссякший;τό βιβλίο αυτό είναι εξαντλημένεςο — эта книга уже распродана;
2) истощённый, изнурённый;εξαντλημένες οργανισμός — истощённый организм
См. также в других словарях:
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
ησθενημένως — ἠσθενημένως (Μ) επίρρ. με εξαντλημένες δυνάμεις, ασθενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησθενημένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. τού ρ. ασθενώ] … Dictionary of Greek