Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εξακριβώνω

См. также в других словарях:

  • εξακριβώνω — εξακριβώνω, εξακρίβωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξακριβώνω — (AM ἐξακριβῶ) [ακριβώ] εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες») μσν. μέσ. εξιχνιάζω αρχ. 1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ ἡδονῆς ἐνεργοῡντες», Αριστοτ …   Dictionary of Greek

  • εξακριβώνω — εξακρίβωσα, εξακριβώθηκα, εξακριβωμένος, μτβ., εξετάζω κάτι με ακρίβεια και βεβαιώνομαι γι αυτό, διαπιστώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • ανεξακρίβωτος — η, ο ο μη εξακριβωμένος, αδιευκρίνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …   Dictionary of Greek

  • διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ …   Dictionary of Greek

  • διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς …   Dictionary of Greek

  • διαπιστώνω — (AM διαπιστῶ, όω) 1. εξακριβώνω, βεβαιώνομαι μετά από έρευνα και έλεγχο ότι κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό και ακριβές …   Dictionary of Greek

  • εξακριβωτής — ο αυτός που εξακριβώνει, βοηθά στην διαπίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη] …   Dictionary of Greek

  • εξακριβωτικός — ή, ό ο χρήσιμος ή κατάλληλος για εξακρίβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»