-
1 εξακριβώνω
[-ώ (ο)] μετ. уточнять, проверять, выяснять;(точно) устанавливать;εξακριβώνω τα γεγονότα — уточнять факты;
εξακριβώνω τό ζήτημα — выяснять вопрос;
εξακριβώνω την αλήθεια — установить истину;
εξακριβώνω την ταυτότητα — установить личность
-
2 εξακριβώνω
[эксакривоно] р. уточнять, выяснять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξακριβώνω
-
3 εξακριβώνω
[эксакривоно] ρ уточнять, выяснять. -
4 εξακριβώνω
ascertainΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξακριβώνω
-
5 выверять
εξακριβώνω, ελέγχω, ρυθμίζω, διευθετώ, ευθυγραμμίζω- по отвесу σταθμίζω, ευθυγραμμίζω στο κατακόρυφο- по уровню αλφαδιάζω, ευθυγραμμίζω οριζόντιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выверять
-
6 уточнять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уточнять
-
7 устанавливать
устанавливатьнесов, установить сов1. τοποθετώ, βάζω/ μοντάρω, συναρμολογώ (смонтировать):\устанавливать в рид βάζω στή γραμμή·2. (налаживать) ἐγκαθιστώ, ἀποκαθιστώ, βάζω:\устанавливать порядок βάζω τάξη· \устанавливать контроль ἐγκαθιστώ ἔλεγχο· \устанавливать связь ὁργανώνω τήν ἐπικοινωνία· \устанавливать отношения ἀποκαθιστώ σχέσεις· \устанавливать прицел воен. καθορίζω τόν στόχο·3. (вводить) καθορίζω, ὁρίζω, θεσπίζω, καθιερώνω:\устанавливать дни отдыха ὁρίζω ἡμέρες τής ἀνάπαυσης· \устанавливать время (день) καθορίζω τήν ὠρα (τήν ἡμέρα)· \устанавливать цены ὁρίζω τίς τιμές·4. (определять, выяснять) διαπιστώνω, ἐξακριβώνω:\устанавливать истину ἐξακριβώνω τἡν ἀλήθεια· \устанавливать факт διαπιστώνω τό γεγονός· ◊ \устанавливать личность ἐξακριβώνω τήν ταυτότητα. -
8 проверить
проверить εξετάζω, εξακριβώνω- ελέγχω (документы)9 δοκιμάζω (испытать)* * * -
9 уточнить
-
10 выяснить
выяснитьсов, выисиять несов· διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ἀποσαφηνίζω, ἐξακριβώνω:\выяснить вопрос διασαφηνίζω τό ζήτημα, ἐξακριβώνω. -
11 уточнить
уточнитьсов, уточнять несов ἐξακριβώνω, διευκρινίζω, διασαφηνίζω:\уточнить факты ἐξακριβώνω τά γεγονότα. -
12 уточнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уточнённый, βρ: -нён, -нена, неноρ.σ.μ. καθορίζω επακριβώς• εξακριβώνω• διαπιστώνω•-сведения εξακριβώνω τις πληροφορίες.
|| διασαφηνίζω, διευκρινίζω•уточнить ряд пунктов договора διευκρινίζω μια σειρά σημείων της συμφωνίας•
уточнить выводы διασαφηνίζω τα συμπεράσματα.
καθορίζομαι επακριβώς κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
13 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
14 идентификация
η αναγνώριση, η πιστοποίηση της ταυτότηταςη (συν)ταύτιση- цировать εξακριβώνω, προσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > идентификация
-
15 констатировать
διαπιστώνω, εξακριβώνω, διακριβώνω, επιβεβαιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > констатировать
-
16 проверять
ελέγχω, εξακριβώνω, επαληθεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проверять
-
17 тарировать
1. (определять вес тары) ζυγίζω 2. (проверять показания приборов по контрольным приборам) εξακριβώνω (τις ενδείξεις των οργάνων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тарировать
-
18 тарифовать
διαβαθμίζω, εξακριβώνω, διακριβώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тарифовать
-
19 устанавливать
1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать
-
20 выяснить
выяснить, выяснять εξακρι βώνω, εξετάζω \выяснитьс я εξακρι βώνομαι как выяснилось όπως διαπιστώθηκε, όπως εξ ακριβώθηκε* * *= выяснятьεξακριβώνω, εξετάζω
См. также в других словарях:
εξακριβώνω — εξακριβώνω, εξακρίβωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξακριβώνω — (AM ἐξακριβῶ) [ακριβώ] εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες») μσν. μέσ. εξιχνιάζω αρχ. 1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ ἡδονῆς ἐνεργοῡντες», Αριστοτ … Dictionary of Greek
εξακριβώνω — εξακρίβωσα, εξακριβώθηκα, εξακριβωμένος, μτβ., εξετάζω κάτι με ακρίβεια και βεβαιώνομαι γι αυτό, διαπιστώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… … Dictionary of Greek
ανεξακρίβωτος — η, ο ο μη εξακριβωμένος, αδιευκρίνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… … Dictionary of Greek
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς … Dictionary of Greek
διαπιστώνω — (AM διαπιστῶ, όω) 1. εξακριβώνω, βεβαιώνομαι μετά από έρευνα και έλεγχο ότι κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό και ακριβές … Dictionary of Greek
εξακριβωτής — ο αυτός που εξακριβώνει, βοηθά στην διαπίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
εξακριβωτικός — ή, ό ο χρήσιμος ή κατάλληλος για εξακρίβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη] … Dictionary of Greek