-
1 εξάγω
(αόρ. εξήγαγα и εξήγαγον, παθ. αόρ. εξήχθηκα и εξήχθην) μετ.1) вынимать, вытаскивать, извлекать; 2) выдёргивать;εξάγω οδόντα — удалять зуб;
εξάγω καρφί — выдёргивать гвоздь;
3) выводить наружу (газ, воду и т. п.);4) эк вывозить, экспортировать; 5) делать вывод, заключение; 6) мат. извлекать (корень);εξάγ την τετραγωνική ρίζα — извлекать квадратный корень;
7) хим. выделять;εξάγομαι:
εξάγεται απρόσ. — можно сделать вывод, следует..., вытекает...
См. также в других словарях:
ἔξαγ' — ἔξαγε , ἐξάγω lead out pres imperat act 2nd sg ἔξαγε , ἐξάγω lead out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek
εξαγγελεύς — ἐξαγγελεύς, ο (Α) εξάγ γελος* … Dictionary of Greek