Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ενήνεον

См. также в других словарях:

  • ἐνήνεον — ἐνή̱νεον , ἐν ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐνή̱νεον , ἐν ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηνέω — (Α) (εκτεταμένος επικ. τ.) σωρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. νέω (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. ἐνήνεον και, κατ άλλους, πρόκειται για εσφ. μορφή τού νήεον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»