Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εννοείται

  • 1 разумеется

    разумеется εννοείται* само собой \разумеется είναι αυτονόητο
    * * *

    само́ собо́й разуме́ется — είναι αυτονόητο

    Русско-греческий словарь > разумеется

  • 2 смысл

    смысл м 1) η έννοια, το νόημα· η σημασία (значение)' здравый \смысл η λογική* в буквальном \смысле κυριολεχτικά* в каком \смысле? τι εννοείται; 2) (основание) о λόγος, το νόημα* имеет -\смысл... αξίζει να...· в этом нет \смысла δεν έχει κανένα νόημα ◇ в широком \смысле слова με την πλατιά έννοια
    * * *
    м
    1) η έννοια, το νόημα; η σημασία ( значение)

    здра́вый смысл — η λογική

    в буква́льном смысле — κυριολεχτικά

    в како́м смысле? — τι εννοείται

    2) ( основание) ο λόγος, το νόημα

    име́ет смысл... — αξίζει να…

    в э́том нет смысла — δεν έχει κανένα νόημα

    ••

    в широ́ком смысле сло́ва — με την πλατιά έννοια

    Русско-греческий словарь > смысл

  • 3 ясно

    ясно
    1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:
    \ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·
    2. предик безл (понятно):
    \ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·
    3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·
    4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια

    Русско-новогреческий словарь > ясно

  • 4 разуметь

    ρ.σ.
    1. παλ. καταλαβαίνω, εννοώ•

    разуметь смысл слова καταλαβαίνω το νόημα της λέξης•

    разуметь дело καταλαβαίνω την υπόθεση.

    || γνωρίζω, ξέρω•

    разуметь по-русски γνωρίζω ρωσικά.

    2. υπονοώ, εννοώ, έχω υπόψη• υποσημαίνω•

    что вы -ете под этим выражением? τι εννοείτε με αυτή την έκφραση;

    1. υπονοούμαι, εννοούμαι• υποσημαίνομαι.
    2. ενκ. 3ο πρόσ. ενστ. разумеется εννοείται•

    само собою разумеется είναι αυτονόητο, αυθυπακούετε, εννοείται• δε θέλει ρώτημα.

    Большой русско-греческий словарь > разуметь

  • 5 ну

    ну
    межд и частица разг
    1. (при побуждении) ἄντε, ἐμπρός:
    ну, скорей! ἄντε πιό γρήγορα· ну, ну, не бойся! ἔλα μή φοβάσαι· ну́-ка! γιά νά δοῦμε, ἄντε λοιπόν
    2. (для выражения связи с предшествующим):
    ну, так что же? κι ἐπειτα;· ну, а теперь καί τώρα· ну как? λοιπόν;·
    3. (для выражения удивления, негодования и т. п.) τί:
    ну́ и погода! τί καιρός, τί παληόκαιρος!· да ну? τί λέτε;...· ну, не стыдно ли вам? καί δέν ντρέπεστε;·
    4. (для выражения согласия, уступки) ε, φυσικά:
    ну, разумеется, мы пойдем φυσικά, ἐννοείται, (οτι) θά πᾶμε· ну, хорошо λοιπόν ἐν τάξει· ну, ну, не бу́ду καλά, μήν φοβάσαι, καλά δέν θά τό ξανακάνω·
    5. (в смысле „начать· перед гл.):
    а он ну кричать καί σάν βάζει τίς φωνές·
    6. безл груб.:
    ну тебя! ἄφησέ με ήσυχο!· а ну его! δέν τόν παρατάς!, παράτα τον!· ◊ ну вот... (в повествовании) λοιπόν πού λες...

    Русско-новогреческий словарь > ну

  • 6 подавно

    подавно
    нареч разг πολύ περισσότε-ρον/ ἐννοείται (разумеется):
    он согласен, а я и \подавно αὐτός εἶναι σύμφωνος κι ἐγώ πολύ περισσότερο.

    Русско-новогреческий словарь > подавно

  • 7 понятио

    поняти||о
    1. нареч κατανοητά·
    2. вводн. сл. разг φυσικά, βέβαια, ἐννοείται.

    Русско-новогреческий словарь > понятио

  • 8 разуметься

    разуметься
    несов
    1. (подразумеваться) ὑπονοείται:
    под этим \разуметьсяется... μ' αὐ-τό ὑπονοείται...· 2.:
    \разуметьсяется вводн. сл. ἐννοείται/ βεβαιότατα (без сомнения):
    само́ собой \разуметьсяется εἶναι αὐτονόητο.

    Русско-новогреческий словарь > разуметься

  • 9 сам

    сам
    мест. (сама, само, сами)
    1. (лично) ἐγώ ὁ ἰδιος, αὐτός ὁ ἰδιος:
    он \сам это сказал αὐτός ὁ ἰδιος τό είπε· я \сам ви́дел τό είδα ὁ ϊδιος·
    2. (без посторонней помощи) μόνος, μοναχός:
    он \сам справился с работой μόνος του τήν ἔβγαλε πέρα τή δουλειά·
    3. (усиливает значение мест, и сущ.) ὁ ἰδιος:
    \сам отец сказал ὁ ἰδιος ὁ πατέρας τό είπε·
    4. (хозяин, глава) уст. τό ἀφεντικό·
    5. (олицетворенный) προσωποποιημένη:
    он \сам сама доброта εἶναι ἡ καλωσύνη προσωποποιημένη· ◊ \сам не свой σαστισμένος· \самό собой разумеется εἶναι αὐτονόητο, ἐννοείται· \сам по себе (по природе) ἀυτός καθ' ἐαυτός.

    Русско-новогреческий словарь > сам

  • 10 разумеется

    [ραζουμέιτσα] εισαγ. λέξ. εννοείται

    Русско-греческий новый словарь > разумеется

  • 11 разумеется

    [ραζουμέιτσα] εισαγ. λέξ. εννοείται

    Русско-эллинский словарь > разумеется

  • 12 вестимо

    παρνθ. λ.
    (παλ. κ. απλ.) εννοείται, είναι αυτονόητο, βέβαια.

    Большой русско-греческий словарь > вестимо

  • 13 давно

    επίρ.
    πριν από πολύ χρόνο, είναι πολύς καιρός που, έχω πολύ καιρό να•

    так давно ύστερα από τόσο καιρό•

    давно ли его не видели? έχετε καιρό να τον ιδήτε;•

    это было давно αυτό συνέβηκε πριν πολύ καιρό•

    не -так давно δεν ειναι και πολύς καιρός.

    εκφρ.
    давно бы так – εννοείται•
    надо было) – από καιρό έτσι έπρεπε η χρειαζόταν.

    Большой русско-греческий словарь > давно

  • 14 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 15 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 16 известно

    1. επίρ. βέβαια, φυσικά εννοείται.
    2. (απρόσ. με σημ. κατηγ.) είναι γνωστό, что δτο•

    была клевета είναι γνωστό ότι αυτό ήταν συκοφαντία•

    всякому известно ο καθένας το ξέρει•

    известно ли вам бто событие σας είναι γνωστό αυτό το γεγονός;•

    на сколько мне известно απ ότι εγώ ξέρω•

    как известно όπως είναι γνωστό•

    хорошо, что... είναι πολύ γνωστό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > известно

  • 17 крыть

    крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σκεπάζω, καλύπτω•

    крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.

    2. επενδύω, ντύνω.
    3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.
    4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•

    крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.

    5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•

    крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!

    6. μαλώνω, επιπλήττω.
    εκφρ.
    крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крыть
    нечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.
    κρύβομαι•

    в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•

    что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.

    || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.
    (χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > крыть

  • 18 легко

    1. επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο• ξαλαφρώνω•

    это не так легко αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο•

    мне стало так легко ξαλάφρωσα πολύ, ησύχασα.

    || εύθυμα, χαρούμενα, καλά.
    εκφρ.
    сказать – με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι δύσκολο)•
    легче на поворотах! – (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου!•
    час от часу не легче – όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα.

    Большой русско-греческий словарь > легко

  • 19 натурально

    επίρ.
    1. φυσικά, γνήσια, πραγ-ματικιά• απροσποίητα.
    2. κατά φυσική αναγκαιότητα, φυσικά• εννοείται.

    Большой русско-греческий словарь > натурально

  • 20 подразумевать

    ρ.δ.μ. υπονοώ, εννοώ, έχω στο νου μου•

    что вы -ете под этим словом?τι εννοείτε μ αυτή τη λέξη;

    εννοούμαι, εξυπακούομαι•

    это -ется само собой αυτό εννοείται αφ εαυτού (οίκοθεν), εξυπακούεται.

    Большой русско-греческий словарь > подразумевать

См. также в других словарях:

  • ἐννοεῖται — ἐννοέω have in one s thoughts pres ind mp 3rd sg (attic epic) ἐννοέω have in one s thoughts pres ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… …   Dictionary of Greek

  • ἐννοεῖθ' — ἐννοεῖτο , ἐννοέω have in one s thoughts pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐννοεῖτο , ἐννοέω have in one s thoughts pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐννοεῖτε , ἐννοέω have in one s thoughts pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἐννοεῖτε , ἐννοέω have …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Jukka Raitala — Nacimiento 15 de septiembre de 1988 (23 años) Kerava, Finlandia …   Wikipedia Español

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»