-
1 ενθουσιασμός
[энтусиазмос] ουσ. а. энтузиазм, восторг.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενθουσιασμός
-
2 подъём
подъём м 1) η ανάβαση, ο ανήφορος 2) (развитие) η άνοδος, η πρόοδος 3) (воодушевление ) ο ενθουσιασμός трудовой \подъём о εργατικός ενθουσιασμός* * *м1) η ανάβαση, ο ανήφορος2) ( развитие) η άνοδος, η πρόοδος3) ( воодушевление) ο ενθουσιασμόςтрудово́й подъём — ο εργατικός ενθουσιασμός
-
3 воодушевление
воодушевление с η ενθάρ ρυνση, ο ενθουσιασμός (вдох новение); η έμπνευση* * *сη ενθάρρυνση, ο ενθουσιασμός ( вдохновение); η έμπνευση -
4 восторг
восторг м ο θαυμασμός, ο ενθουσιασμός я в \восторге от... πίμαι κατενθουσιασμένος από... приходить в \восторг ενθουσιάζομαι* * *мο θαυμασμός, ο ενθουσιασμόςя в восто́рг е от... — είμαι κατενθουσιασμένος από…
приходи́ть в восто́рг — ενθουσιάζομαι
-
5 восхищение
-
6 увлечение
увлечение с 1) (воодушевление) о ενθουσιασμός, το πάθος 2) (кем-чем-л.) η αγάπη* * *с1) ( воодушевление) ο ενθουσιασμός, το πάθος2) (кем-чем-л.) η αγάπη -
7 энтузиазм
-
8 подъём
1. (поднятие, поднимание) η ανύψωση, η άρση 2. (уклон дороги) η ανηφόρα, ο ανήφοροςкрутой - απότομη - 3 ав. (набор высоты) η άνοδος, η ανάβαση4. (рост, развитие) η ανάπτυξη, η άνοδος 5. (воодушевление) ο ενθουσιασμός 6. (верхняя часть стопы) το κουντεπιέ, κουτεπιέ (ξεν.), το πάνω μέρος της καμάρας του πέλματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъём
-
9 воодушевление
воодушевлениес ἡ ἐμψύχωση [-ις], ὁ ἐνθουσιασμός/ ἡ ἐμπνευση [-ις] (вдохновение). -
10 восторг
восторгм ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ θαυμασμός, ἡ ἔκσταση [-ις]:приводить в \восторг προκαλώ τόν ἐνθουσιασμό (или τόν θαυμασμό)· приходить в \восторг ἐνθουσιάζομαι· быть в \восторге εἶμαι κατενθουσιασμένος. -
11 восторженность
восторженн||остьж ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ ἔξαρση[ις], ὁ θαυμασμός. -
12 горение
горениес1. ἡ καύση [-ις]/ τό κάψιμο (сгорание)·2. перен ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ θέρμη, ἡ ζέση [-ις]. -
13 ликование
ликованиес ἡ ἀγαλλίαση [-ις], ἡ ὑπερβολική χαρά, ὁ ἐνθουσιασμός. -
14 неописуемей
неописуемейприл ἀπερίγραπτος / ἀνείπωτος, ἀνέκφραστος (невыразимый):\неописуемейая красота ἡ ἀνέκφραστη ὁμορφιά· \неописуемей восторг ὁ ἀπερίγραπτος ἐνθουσιασμός. -
15 подъем
подъемм1. (поднятие) ἡ ἄρση [-ις] (грузов) I ἡ ὕψωση [-ις] (флага)·2. (восхождение) ἡ ἀνοδος, ἡ ἀνάβαση [-ις], τό ἀνέβασμα·3. (горы) ὁ ἀνήφορος:крутой \подъем ὁ ἀπότομος ἀνήφορος·4. (рост, развитие) ἡ ἄνοδος, τό ἀνέβασμα, ἡ ἀνάπ-τυξη [-ις]:\подъем промышленности ἡ ἄνοδος τής βιομηχανίας·5. воен. (побудка) τό ἐγερτήριο[ν]·6. (воодушевление) ἡ ἐξαρση[-ις], ὁ ἐνθουσιασμός:говорить с \подъемом μιλώ μέ ἐνθουσιασμό·7. (ноги) ἡ καμάρα·8. (воды в реке) ἡ ἀνύψωση [-ις] (του νεροῦ), τό φούσκωμα· ◊ быть легким на \подъем εἶμαι εὐκίνητος, εἶμαι σβέλτος· быть тяжелым на \подъем εἶμαι βραδυκίνητος, εἶμαι ἀδρανής. -
16 телячий
телячийприл μοσχαρήσιος, μόσχειος, βιδελήσειος· ◊ \телячий восторг разг ὁ ἀνόητος ἐνθουσιασμός. -
17 трудовой
трудов||ойприл ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:\трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες. -
18 увлечение
увлечени||ес1. (пыл, воодушевление) ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ ζήλος, ἡ ζέση·2. (кем-л., чем-л.) τό πάθος, ἡ μανία γιά κάτι:\увлечениея молодости οἱ νεανικές τρέλλες·3. (предмет увлечения) ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρω-τας:она́ \увлечение его́ последнее \увлечение αὐτή εἶναι ἡ τελευταία του ἀγάπη. -
19 энтузиазм
энтузи||азмм ὁ ἐνθουσιασμός; с \энтузиазма́з-мом μέ ἐνθουσιασρό· проявлять \энтузиазм ἐνθουσιάζομαι, ἐκδηλώνω ἐνθουσιασμό· вызывать \энтузиазм ἐνθουσιάζω, προκαλώ ἐνθουσιασμό. -
20 воодушевление
[βααντουσυβλιένιιε] ουσ. ο. έμπνευση, ενθουσιασμός
См. также в других словарях:
ἐνθουσιασμός — inspiration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθουσιασμός — ο (AM ἐνθουσιασμός) [ενθουσιάζω] παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης τό συμβεβηκός, τοιοῡτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.) νεοελλ. έντονη … Dictionary of Greek
ενθουσιασμός — ο 1. παράφορη έξαρση των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων του ανθρώπου και ζωηρή εκδήλωσή τους με χαρά, θορυβώδεις επευφημίες, ορμή για τολμηρές πράξεις κτλ. 2. έντονη ψυχική ορμή για κάποια επιδίωξη, ζωηρή διάθεση για κάτι ευχάριστο: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθουσιασμοῖς — ἐνθουσιασμός inspiration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμοί — ἐνθουσιασμός inspiration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμοῦ — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμούς — ἐνθουσιασμός inspiration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμῶ — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμῶν — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμῷ — ἐνθουσιασμός inspiration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμόν — ἐνθουσιασμός inspiration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)