Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενθουσιάζομαι

  • 1 восторг

    восторг м ο θαυμασμός, ο ενθουσιασμός я в \восторге от... πίμαι κατενθουσιασμένος από... приходить в \восторг ενθουσιάζομαι
    * * *
    м
    ο θαυμασμός, ο ενθουσιασμός

    я в восто́рг е от... — είμαι κατενθουσιασμένος από…

    приходи́ть в восто́рг — ενθουσιάζομαι

    Русско-греческий словарь > восторг

  • 2 восхитить

    восхитить, восхищать ενθουσιάζω \восхититься θαυμάζω, ενθουσιάζομαι
    * * *
    = восхищать

    Русско-греческий словарь > восхитить

  • 3 восхититься

    θαυμάζω, ενθουσιάζομαι

    Русско-греческий словарь > восхититься

  • 4 восхищаться

    θαυμάζω, ενθουσιάζομαι

    Русско-греческий словарь > восхищаться

  • 5 увлечь

    увлечь παρασέρνω, τραβώ \увлечься 1) ενδιαφέρομαι* ενθουσιάζομαι 2) (влюбиться ) ερωτεύομαι
    * * *
    παρασέρνω, τραβώ

    Русско-греческий словарь > увлечь

  • 6 увлечься

    1) ενδιαφέρομαι; ενθουσιάζομαι
    2) ( влюбиться) ερωτεύομαι

    Русско-греческий словарь > увлечься

  • 7 вдохновиться

    вдохновить||ся
    ἐμπνέομαι, ἐνθουσιάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > вдохновиться

  • 8 восторг

    восторг
    м ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ θαυμασμός, ἡ ἔκσταση [-ις]:
    приводить в \восторг προκαλώ τόν ἐνθουσιασμό (или τόν θαυμασμό)· приходить в \восторг ἐνθουσιάζομαι· быть в \восторге εἶμαι κατενθουσιασμένος.

    Русско-новогреческий словарь > восторг

  • 9 восторгаться

    восторг||а́ться
    несов ἐνθουσιάζομαι, ἐκπλήσσομαι.

    Русско-новогреческий словарь > восторгаться

  • 10 восхититься

    восхитить||ся
    ἐνθουσιάζομαι, μαγεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > восхититься

  • 11 энтузиазм

    энтузи||азм
    м ὁ ἐνθουσιασμός; с \энтузиазма́з-мом μέ ἐνθουσιασρό· проявлять \энтузиазм ἐνθουσιάζομαι, ἐκδηλώνω ἐνθουσιασμό· вызывать \энтузиазм ἐνθουσιάζω, προκαλώ ἐνθουσιασμό.

    Русско-новогреческий словарь > энтузиазм

  • 12 вдохновить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдохновленный, βρ: -лен, -лена, ; -лено ρ.σ.μ.
    1. εμπνέω, ενθουσιάζω.
    2. ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω•

    вдохновить на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.

    εμπνέομαι, ενθουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вдохновить

  • 13 воспламенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспламенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. αναφλέγω, ανάβω.
    2. μτφ. εμψυχώνω, ενθουσιάζω, φλογίζω, καίω, ανάβω φωτιά.
    1. αναφλέγομαι, ανάβω.
    2. μτφ. εμψυχώνομαι, ενθουσιάζομαι, φλέγομαι, φλογίζομαι, καίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > воспламенить

  • 14 восторгать

    ρ.δ.μ. ενθουσιάζω, εξαίρω, επαίρω.
    ενθουσιάζομαι, εξαίρομαι, επαύρομαι• αγαλλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > восторгать

  • 15 окрылить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окрыленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. αναπτερώνω, ενθουσιάζω, εμψυχώνω•

    успех меня -ил η επιτυχία, μού δοσε φτερά.

    1. _βγάζω φτερά (για χρυσαλλίδες κλπ.).
    2. μτφ. αναπτερώνομαι, ενθουσιάζομαι, εμψυχώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > окрылить

  • 16 опьянеть

    -его, -ешь
    ρ.σ.
    1. μεθώ.
    2. μτφ. ενθουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > опьянеть

  • 17 очаровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очарованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια.
    2. μτφ. γοητεύω, θέλγω, σαγηνεύω αιχμαλωτίζω.
    ενθουσιάζομαι κατενθουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > очаровать

  • 18 прийти

    приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,
    επιρ. μτχ. придя
    ρ.σ.
    1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•

    отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•

    почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•

    поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•

    зима -шла ο χειμώνας ήρθε.

    || επιστρέφω, γυρίζω.
    2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•

    прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•

    прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.

    3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•

    прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•

    прийти в восторг ενθουσιάζομαι•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    прийти в отчаяние απελπίζομαι•

    прийти в недоумение αμηχανώ•

    прийти в негодность αχρηστεύομαι•

    прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.

    εκφρ.
    прийти в головуκ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•
    прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•
    прийти в себя – συνέρχομαι•
    прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•
    прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.
    1. έρχομαι, πέφτω•

    седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.

    2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•

    прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•

    прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•

    этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.

    3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•

    мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•

    что -тся ό,τι τύχει•

    как -тся όπως λάχει•

    когда -тся όταν τύχει.

    4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.
    5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.
    εκφρ.
    прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•
    прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > прийти

  • 19 увлечь

    увлеку, увлечшь, увлекут, παρλθ. χρ. увлк, увлекла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω, έλκω• βγάζω, εξάγω• παρασύρω.
    2. μτφ. απορροφώ, απασχολώ ολοκληρωτικά. || μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω.
    3. μτφ. ερωτεύομαι,.
    1. έλκομαι, τραβιέμαι.
    2. επιδίδομαι ολόψυχα, αφοσιώνομαι, απορροφούμαι. || ενθουσιάζομαι.
    3. ερωτεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > увлечь

См. также в других словарях:

  • ενθουσιάζομαι — ενθουσιάζομαι, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκφλέγω — (AM ἐκφλέγω) 1. ανάβω, πυρπολώ, αναφλέγω, κατακαίω 2. θερμαίνω υπερβολικά 3. (παθ. μτφ. με μέσ. σημ.) ἐκφλέγομαι τίθεμαι σε ζωηρή κίνηση, ενθουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • επενθουσιώ — ἐπενθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθουσιώ (παράλληλος τ. τού ενθουσιάζω*)] …   Dictionary of Greek

  • μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …   Dictionary of Greek

  • υπεξαίρω — Α 1. ανυψώνω λίγο ή κρυφά 2. παθ. ὑπεξαίρομαι ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαίρω «σηκώνω πάνω, ανυψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»