-
1 восторг
восторг м ο θαυμασμός, ο ενθουσιασμός я в \восторге от... πίμαι κατενθουσιασμένος από... приходить в \восторг ενθουσιάζομαι* * *мο θαυμασμός, ο ενθουσιασμόςя в восто́рг е от... — είμαι κατενθουσιασμένος από…
приходи́ть в восто́рг — ενθουσιάζομαι
-
2 восхитить
-
3 восхититься
θαυμάζω, ενθουσιάζομαι -
4 восхищаться
θαυμάζω, ενθουσιάζομαι -
5 увлечь
увлечь παρασέρνω, τραβώ \увлечься 1) ενδιαφέρομαι* ενθουσιάζομαι 2) (влюбиться ) ερωτεύομαι* * *παρασέρνω, τραβώ -
6 увлечься
1) ενδιαφέρομαι; ενθουσιάζομαι2) ( влюбиться) ερωτεύομαι -
7 вдохновиться
вдохновить||сяἐμπνέομαι, ἐνθουσιάζομαι. -
8 восторг
восторгм ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ θαυμασμός, ἡ ἔκσταση [-ις]:приводить в \восторг προκαλώ τόν ἐνθουσιασμό (или τόν θαυμασμό)· приходить в \восторг ἐνθουσιάζομαι· быть в \восторге εἶμαι κατενθουσιασμένος. -
9 восторгаться
восторг||а́тьсянесов ἐνθουσιάζομαι, ἐκπλήσσομαι. -
10 восхититься
восхитить||сяἐνθουσιάζομαι, μαγεύομαι. -
11 энтузиазм
энтузи||азмм ὁ ἐνθουσιασμός; с \энтузиазма́з-мом μέ ἐνθουσιασρό· проявлять \энтузиазм ἐνθουσιάζομαι, ἐκδηλώνω ἐνθουσιασμό· вызывать \энтузиазм ἐνθουσιάζω, προκαλώ ἐνθουσιασμό. -
12 вдохновить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдохновленный, βρ: -лен, -лена, ; -лено ρ.σ.μ.1. εμπνέω, ενθουσιάζω.2. ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω•вдохновить на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.
εμπνέομαι, ενθουσιάζομαι. -
13 воспламенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспламенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. αναφλέγω, ανάβω.2. μτφ. εμψυχώνω, ενθουσιάζω, φλογίζω, καίω, ανάβω φωτιά.1. αναφλέγομαι, ανάβω.2. μτφ. εμψυχώνομαι, ενθουσιάζομαι, φλέγομαι, φλογίζομαι, καίγομαι. -
14 восторгать
-
15 окрылить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окрыленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. αναπτερώνω, ενθουσιάζω, εμψυχώνω•успех меня -ил η επιτυχία, μού δοσε φτερά.
1. _βγάζω φτερά (για χρυσαλλίδες κλπ.).2. μτφ. αναπτερώνομαι, ενθουσιάζομαι, εμψυχώνομαι. -
16 опьянеть
-его, -ешьρ.σ.1. μεθώ.2. μτφ. ενθουσιάζομαι. -
17 очаровать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очарованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια.2. μτφ. γοητεύω, θέλγω, σαγηνεύω αιχμαλωτίζω.ενθουσιάζομαι κατενθουσιάζομαι. -
18 прийти
приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,επιρ. μτχ. придяρ.σ.1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•
почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•
поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•
зима -шла ο χειμώνας ήρθε.
|| επιστρέφω, γυρίζω.2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•
прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.
3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•
прийти в восторг ενθουσιάζομαι•
прийти в негодование αγανακτώ•
прийти в отчаяние απελπίζομαι•
прийти в недоумение αμηχανώ•
прийти в негодность αχρηστεύομαι•
прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.
εκφρ.прийти в голову – κ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•прийти в себя – συνέρχομαι•прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.1. έρχομαι, πέφτω•седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.
2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•
прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•
этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.
3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.
|| (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•что -тся ό,τι τύχει•
как -тся όπως λάχει•
когда -тся όταν τύχει.
4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.εκφρ.прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή. -
19 увлечь
увлеку, увлечшь, увлекут, παρλθ. χρ. увлк, увлекла-ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. τραβώ, σύρω, έλκω• βγάζω, εξάγω• παρασύρω.2. μτφ. απορροφώ, απασχολώ ολοκληρωτικά. || μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω.3. μτφ. ερωτεύομαι,.1. έλκομαι, τραβιέμαι.2. επιδίδομαι ολόψυχα, αφοσιώνομαι, απορροφούμαι. || ενθουσιάζομαι.3. ερωτεύομαι.
См. также в других словарях:
ενθουσιάζομαι — ενθουσιάζομαι, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκφλέγω — (AM ἐκφλέγω) 1. ανάβω, πυρπολώ, αναφλέγω, κατακαίω 2. θερμαίνω υπερβολικά 3. (παθ. μτφ. με μέσ. σημ.) ἐκφλέγομαι τίθεμαι σε ζωηρή κίνηση, ενθουσιάζομαι … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
επενθουσιώ — ἐπενθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθουσιώ (παράλληλος τ. τού ενθουσιάζω*)] … Dictionary of Greek
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
υπεξαίρω — Α 1. ανυψώνω λίγο ή κρυφά 2. παθ. ὑπεξαίρομαι ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαίρω «σηκώνω πάνω, ανυψώνω»] … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)