Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενέχυρο

  • 1 ενέχυρο

    [энэхиро] ουσ. о. залог, заклад.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενέχυρο

  • 2 залог

    залог I
    м
    1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις], ἡ ὑποθήκευση [-ις]·
    2. (предмет залога) τό ἐνέχυρο, ἡ ἐγγύηση [-ις], τ) ὑποθήκη / τό καπάρο (денежный):
    отдавать в \залогενεχυριάζω, βάζω ἐνέχυρο· выкупать из \залога ἐξαγοράζω τό ἐνέχυρο, ἀποσβήνω, ἐξαλείφω τήν ὑποθήκη· под \залог чего́-л. (о недвижимости) ὑποθηκεύω, βάζω ὑπο-θήκην освободить под \залог ἀπελευθερώνω μέ ἐγγύηση·
    3. перен ἡ ἐγγόηση [-ις]:
    \залог ми́ра ἡ ἐγγύηση τής είρήνης· \залог дружбы ἡ ἐγγύηση φιλίας· в \залог чего́-л. σάν ἐγγύηση.
    залог II
    м грам. ἡ φωνή:
    действительный \залог ἡ ἐνεργητική φωνή· страдательный \залог ἡ παθητική φωνή· средний \залог ἡ μέση φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > залог

  • 3 залог

    I залог I м 1) (предмет) το ενέχυρο 2) перен.: \залог мира η εγγύηση της ειρήνης II залог II м гром. η φωνή* действительный (страдатель ный. средний) \залог η ενεργητική ( παθητική, μέση) φωνή
    * * *
    I м
    1) ( предмет) το ενέχυρο
    2) перен.

    зало́г ми́ра — η εγγύηση της ειρήνης

    II м грам.

    действи́тельный (страда́тельный, сре́дний) зало́г — η ενεργητική (παθητική, μέση) φωνή

    Русско-греческий словарь > залог

  • 4 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 5 фант

    α.
    1. πλθ. (фанты -ов) είδος τυχερού παιγνιδιού με ενέχυρο.
    2. αυτό το ίδιο το ενέχυρο.

    Большой русско-греческий словарь > фант

  • 6 закладывать

    1. (начинать постройку чего-л. 2. (заделы-вать во что-л.) τοποθετώ (σε κάτι) 3. (отдать в залог под ссуду) ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладывать

  • 7 залог

    1. (обеспечение ссуды) η ενεχυ-ρίασ/η, η υποθήκευση, η εγγύηση 2. (предмет) το ενέχυρο, η υποθήκη 3. грам. η διάθεση, η φωνή 4. (с - χ.) см. залежь (во 2 знач).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залог

  • 8 выкупаться

    вы́купать||ся
    λούζομαι, λούομαι, κάνω μπάνιο, κάνω λουτρό.
    II
    выкупа́ть
    несов, выкупить сов
    1. (залог) ἐξαγοράζω, παίρνω πίσω τό ἐνέχυρο·
    2. (пленника) ἐξαγοράζω, πληρώνω τά λύτρα, ἀπολυτρώνω.

    Русско-новогреческий словарь > выкупаться

  • 9 заклад

    заклад
    м
    1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις]/ ἡ ὑποθήκη (недвижимости)·
    2. (вещь, деньги) τό ἐνέχυρο[ν], τό ἀμανάτι:
    брать под \заклад παίρνω ἐπί ἐνεχύρω· в \закладе ὑποθηκευμένο· ◊ биться об \заклад στοιχηματίζω.

    Русско-новогреческий словарь > заклад

  • 10 ломбард

    ломбард
    м τό ἐνεχυροδανειστήριο[ν]:
    заложить что-л. в \ломбард βάζω κάτι ἐνέχυρο.

    Русско-новогреческий словарь > ломбард

  • 11 выкупить

    -плю, -пишь, ρ.σ.μ.
    1. εξαγοράζω, παίρνω πίσω το ενέχυρο.
    2. απολυτρώνω, απελευθερώνω με λύτρα.
    3. αγοράζω μέχρι και το τελευταίο, όλα.
    απολυτρώνομαι, απελευθερώνομαι με λύτρα.

    Большой русско-греческий словарь > выкупить

  • 12 заклад

    α. παλ. βλ. залог 1 (1 κ. 2 σημ.)•

    часа в -е το ωρολόγι το έβαλα ενέχυρο.

    Большой русско-греческий словарь > заклад

  • 13 залог

    α.
    1. εγγύηση•

    залог мира εγγύηση ειρήνης•

    чистота залог здоровья η καθαριότητα είναι εγγύηση για την υγεία•

    освободить под залогом απελευθερώνω με εγγύηση.

    2. υποθήκη ενέχυρο, αμανάτι•

    отдать в залог βάζω υποθήκη.

    || καπάρος, προκαταβολή.
    3. τεκμήριο, δείγμα, εχέγγυο•

    залог дружбы δείγμα φιλίας.

    α.
    (γραμμ.) διάθεση•

    действительный залог ενεργητική διάθεση•

    возвратно-средний залог ουδέτερη διάθεση•

    страдательный залог παθητική διάθεση.

    α.
    (διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > залог

  • 14 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 15 перезакладывать

    ρ.δ.
    βλ. перезаложить.
    μπαίνω ξανά ως ενέχυρο.

    Большой русско-греческий словарь > перезакладывать

См. также в других словарях:

  • ενέχυρο — το 1. κινητό αντικείμενο αξίας (μεγαλύτερης από το δάνειο), που παίρνει ο δανειστής από τον οφειλέτη για ασφάλεια του δανείου: Βάζω ενέχυρο το δαχτυλίδι μου. 2. (νομ.), εμπράγματο δικαίωμα σε κινητό ξένο πράγμα, με το οποίο ο πιστωτής εξασφαλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυριαστής — ο (Μ ἐνεχυριαστής) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να δανείζει με ενέχυρο 2. αυτός που δίνει κάτι ως ενέχυρο μσν. αυτός που παίρνει κάτι ως ενέχυρο, για να εξασφαλίσει οφειλόμενο σ αυτόν χρέος …   Dictionary of Greek

  • εμπράγματα δικαιώματα — Τα ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε ένα πράγμα. Κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας αυτής είναι ότι μπορεί να στραφεί εναντίον όλων, γι’ αυτό και, υπό αυτή την έννοια, τα ε.δ. ονομάζονται και απόλυτα, σε αντίθεση με τα… …   Dictionary of Greek

  • αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυριάζω — (Μ ἐνεχυριάζω) δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο μσν. παίρνω κάτι ως ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστήριο(ν) — το πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που δίνει δάνεια με ενέχυρο, δηλ. έντοκα δάνεια που ασφαλίζονται με ενέχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστήριο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστής — ο αυτός που παρέχει δάνεια παίρνοντας ενέχυρο, αυτός που διατηρεί ενεχυροδανειστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Παν. Ηλιόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστικός — ή, ό(ν) αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον δανεισμό με ενέχυρο («ενεχυροδανειστικά γραφεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεχυρο(ν) + δανειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παληάνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυρούχος — ο, η αυτός που κρατεί κάτι ως ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + ουχοι < έχω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»