Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εμφυλλισμος

См. также в других словарях:

  • εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο …   Dictionary of Greek

  • ἐμφυλλισμός — engrafting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυλλισμοῦ — ἐμφυλλισμός engrafting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυλλισμῷ — ἐμφυλλισμός engrafting masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυλλισμόν — ἐμφυλλισμός engrafting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφύλλισις — ἐμφύλλισις, η (AM) ο εμφυλλισμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»