-
1 εμφυλλισμος
-
2 εμφυτεια
См. также в других словарях:
εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο … Dictionary of Greek
ἐμφυλλισμός — engrafting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμοῦ — ἐμφυλλισμός engrafting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμῷ — ἐμφυλλισμός engrafting masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμόν — ἐμφυλλισμός engrafting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλλισις — ἐμφύλλισις, η (AM) ο εμφυλλισμός … Dictionary of Greek