Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εμφορούμαι

  • 1 εμφορούμαι

    (ε) проникаться (мыслью, чувством, идеей); действовать под влиянием (чувства и т. п.); вдохновляться (чём-л.);

    εμφορούμαι (υπό) μίσους — проникаться ненавистью, чувствовать ненависть;

    εμφορούμαι από καλές προθέσεις ( — или διαθέσεις) — иметь хорошие намерения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμφορούμαι

См. также в других словарях:

  • εμφορούμαι — βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμφορούμαι — ( έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ) μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι) αρχ. μσν. είμαι γεμάτος από κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • ἐμφοροῦμαι — ἐμφορέω to be borne about in pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐμφορέω to be borne about in pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεμφορούμαι — κατεμφοροῡμαι, έομαι (AM) (επιτ. τ. τού εμφορούμαι) είμαι γεμάτος από κάτι, διακατέχομαι από κάτι, εμφορούμαι από κάτι …   Dictionary of Greek

  • προεμφορούμαι — έομαι, Α εμφορούμαι, είμαι εκ τών προτέρων γεμάτος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμφοροῦμαι «είμαι γεμάτος»] …   Dictionary of Greek

  • συνεμφορούμαι — έομαι, Μ εμφορούμαι μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμφοροῦμαι «είμαι γεμάτος από κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • μητρίζω — (Α) εμφορούμαι, κατέχομαι από τη μητέρα τών θεών Κυβέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • μνησικακώ — (ΑΜ μνησικακῶ, έω) [μνησίκακος] εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.) αρχ. φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῑν» και «μὴ… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοφρονώ — έω, Μ [ταὐτόφρων, ονος] εμφορούμαι από τα ίδια φρονήματα με άλλον, σκέπτομαι κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον …   Dictionary of Greek

  • υπερεμφορούμαι — έομαι, Α φορτώνομαι υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐμφοροῦμαι «είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»