-
1 срок
срок м η προθεσμία, το χρονικό διάστημα, η διορία; в \срок εμπροθέσμως; \сроком до... ισχύει ως τις...* * *мη προθεσμία, το χρονικό διάστημα, η διορίαсроком до... — ισχύει ως τις...
См. также в других словарях:
ἐμπροθέσμως — ἐμπρόθεσμος within adverbial ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρόθεσμος — η, ο (AM ἐμπρόθεσμος, ον) αυτός που γίνεται μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένη προθεσμία. (Επίρρ.) εμπροθέσμως, α μέσα στην ορισμένη προθεσμία, έγκαιρα … Dictionary of Greek