-
1 ελεγκτής
[элэнктис] ουσ. α контролер.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελεγκτής
-
2 контролёр
-
3 авиадиспетчер
ο ελεγκτής της εναέριας κυκλοφορίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиадиспетчер
-
4 бракованный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бракованный
-
5 верификатор
вчт. о επαληθευτής-ция η επαλήθευση, η εξακρίβωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > верификатор
-
6 диспетчер
ο ελεγκτής, ο ρυθμιστής, ο διεκπεραιωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диспетчер
-
7 контролёр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контролёр
-
8 ревизор
ο ελεγκτής, ο επιθεωρητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ревизор
-
9 билетер
билет||ерм ὁ ἐλεγκτής εἰσιτηρίων. -
10 браковщик
брак||овщикм ὁ ἐλεγκτής, αὐτός πού βγάζει τά σκάρτα. -
11 инспектор
инсп||екторм ὁ ἐπιθεωρητής, ὁ ἐπόπίης, ὁ ἐφορος, ὁ ἐλεγκτής. -
12 контролер'
контрол||ер'м ὁ ἐλεγκτής. -
13 обследователь
обследова||тельм ὁ ἐλεγκτής, ὁ ἐπιθεωρητής, ὁ ἐξερευνητής. -
14 ревизор
ревизорм ὁ ἐλεγκτής, ὁ ἐπιθεωρητής. -
15 табельщик
табель||щикм ὁ ἐλεγκτής (τής είσόδου καί ἐξόδου). -
16 контролёр
[καντραλιόρ] ουσ. α. ελεγκτής -
17 обследователь
[απσλιένταβατιλ'] ουσ. α. ελεγκτής, επιθεωρητής, εξερευνητής -
18 ревизор
[ριβιζόρ] ουσ. α. ελεγκτής -
19 контролёр
[καντραλιόρ] ουσ α ελεγκτής -
20 обследователь
[απσλιένταβατιλ'] ουσ α ελεγκτής, επιθεωρητής, εξερευνητής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ελεγκτής — ο (Α ἐλεγκτής) νεοελλ. υπάλληλος αρμόδιος να ελέγχει τη διαχείριση, τα πεπραγμένα άλλων υπαλλήλων («εφορειακός ελεγκτής, τελωνειακός κ.λπ.») αρχ. ο ελεγκτήρ … Dictionary of Greek
ελεγκτής — ο 1. αυτός που ελέγχει. 2. υπάλληλος που ελέγχει τη διαχείριση άλλων υπαλλήλων. 3. τεχνικό όργανο που ελέγχει την καλή λειτουργία των μηχανημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεγκτής — ἐλεγκτήρ one who convicts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγραφέας — ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς) νεοελλ. 1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης 3.μτφ. λογοκλόπος μσν. χαρτοφύλακας αρχ. 1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων 2. πρακτικογράφος 3.αυτός που… … Dictionary of Greek
ελεγκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, ή, όν) 1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει 2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια τού ελέγχου νεοελλ. φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» το Ανώτατο … Dictionary of Greek
εξελεγκτής — ο ο ελεγκτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελέγχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αναστ. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
εξεταστής — ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) [εξετάζω] νεοελλ. 1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ. 2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους αρχ. μσν. κριτής, δικαστής αρχ. 1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών 2. (στην Αθήνα)… … Dictionary of Greek
καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… … Dictionary of Greek
μικροεπεξεργαστής — Είναι η κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) των μικροϋπολογιστών για τη σχεδίαση και την κατασκευή της οποίας έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα (τσιπ). Ο μ. αποτελεί τη βασική μονάδα εκτέλεσης υπολογισμών και ελέγχου ενός… … Dictionary of Greek
μοιχοελέγκτης — μοιχοελέγκτης, ὁ (Μ) αυτός που ελέγχει το έγκλημα τής μοιχείας ή τους μοιχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἐλεγκτής] … Dictionary of Greek
στενώπαρχος — ὁ, Α επιστάτης, επόπτης, ελεγκτής τών στενωπών ή τών οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενωπός + αρχος*] … Dictionary of Greek