Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εκφέρ

  • 1 εκφέρω

    (αόρ. εξέφερα, παθ. αόρ. εξηνέχθην) μετ.
    1) произносить, высказывать;

    εκφέρω γνώμη — высказывать мнение;

    2) выносить (покойника);

    εκφέρ νεκρό — выносить тело, хоронить;

    § εκφέρω βίς φως — извлечь на свет;

    εκφέρομαι — грам, сочетаться, употребляться; — управлять;

    τό ρήμα εκφέρεται μετά γενικής — глагол управляет (или употребляется с) родительным падежом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκφέρω

См. также в других словарях:

  • ἔκφερ' — ἔκφερε , ἐκφέρω carry out of pres imperat act 2nd sg ἔκφερε , ἐκφέρω carry out of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LANEA Corona antiquissima — Isid. l. 19. c. 30. Huius (coronae) principium a Libero quodam Gentiles existimant, quod is in potando mota vino capita vincire fasciolis instituerit. Ideirco olim linei ac lanei generis coronas fuisse. Sic enim eraat in Sacerdotibus Gentilium.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAEMIA — antiquissimis temporibus, victoribus proposita, inpublicis certaminibus ad rem praeclare gerendam invitabant certantes, Graece ἆθλα dicta, unde Α᾿θληταὶ. Meminit eorum iam Homerus, II. ψ v. 257. Α᾿υτὰρ Α᾿χιλλὶυς, Α᾿υτοῦ λαὸν ἔρυκε, καὶ ἴζανεν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • λοισθήιος — λοισθήϊος, ον (Α) [λοίσθος (I)] αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή είναι προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ ἄεθλον» πήρε το τελευταίο βραβείο, Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»