Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εκτελώ

  • 1 εκτελώ

    ἐκτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > εκτελώ

  • 2 ἐκτελῶ

    ἐκτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐκτελέω
    bring to an end: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἐκτελῶ

  • 3 εκτελώ

    (ε) (αόρ. εξετέλεσα) μετ.
    1) выполнить, исполнять, осуществлять; совершить;

    εκτελώ έργον (διαταγήν) — выполнять работу (приказ);

    εκτελώ ποινή (δικαστική απόφαση) — приводить в исполнение приговор;

    εκτελώ καθήκοντα ( — или χρέη) κάποιου — исполнить чьи-л. обязанности;

    εκτελώ τα σχέδια μου — осуществлять свои планы;

    εκτελώ τό καθήκον μου — выполнять свой долг;

    εκτελώ έγκλημα — совершать преступление;

    εκτελώ απειλήν — осуществлять угрозу;

    2) муз. исполнять;
    3) расстреливать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκτελώ

  • 4 εκτελώ

    [эктэло] ρ выполнять, казнить.

    Эллино-русский словарь > εκτελώ

  • 5 εκτελώ

    1) abats
    2) assurer
    3) réaliser

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > εκτελώ

  • 6 εκτελώ

    wykonywać czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > εκτελώ

  • 7 εκτελώ

    1) plnit
    2) provádět
    3) provést
    4) realizovat
    5) splnit
    6) uskutečnit

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > εκτελώ

  • 8 εκτελώ

    1) execute
    2) perform

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκτελώ

  • 9 realizovat

    εκτελώ

    Česká-řecký slovník > realizovat

  • 10 uskutečnit

    εκτελώ

    Česká-řecký slovník > uskutečnit

  • 11 execute

    εκτελώ

    English-Greek new dictionary > execute

  • 12 выполнять

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнять

  • 13 исполнить

    исполнить
    сов., исполнять несов
    1. πραγματοποιώ / ἐκτελῶ, ἐκπληρώνω (долг и т. п.):
    \исполнить приказ ἐκτελώ διαταγή· \исполнить поручение ἐκπληρώνω τήν παραγγελία· \исполнить желание πραγματοποιώ τήν ἐπιθυμία· \исполнить чью-л. просьбу ἰκανοποιῶ τήν παράκληση κάποιου· \исполнить приговор ἐκτελώ ποινή, ἐκτελώ δικαστική ἀπόφαση· \исполнить чьи́-либо обязанности ἐκτελώ τά καθήκοντα κάποιου·
    2. (сыграть) ἐκτελώ, παίζω:
    \исполнить роль παίζω τόν ρόλο.

    Русско-новогреческий словарь > исполнить

  • 14 исполнить

    исполнить, исполнять 1) πραγματοποιώ εκτελώ, εκπληρώνω (долг и т. п.) 2) муз., театр, παίζω, εκτελώ \исполниться συμπληρώνω мне исполнилось двадцать лет συμπλήρωσα τα είκοσι
    * * *
    = исполнять
    1) πραγματοποιώ; εκτελώ, εκπληρώνω (долг и т. п.)
    2) муз., театр. παίζω, εκτελώ

    Русско-греческий словарь > исполнить

  • 15 исполнить

    ρ.σ.μ.
    1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•

    исполнить приказ εκτελώ διαταγή•

    исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•

    исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•

    исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•

    исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•

    исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•

    исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.

    2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•

    исполнить роль παίζω το ρόλο•

    исполнить гимн παίζω τον ύμνο•

    исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•

    исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.

    1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.
    2. συμπληρώνω, κλείνω•

    мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•

    исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.

    γεμίζω, πληρούμαι•

    душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > исполнить

  • 16 execute

    ['eksikju:t] 1. verb
    1) (to put to death by order of the law: After the war many traitors were executed.) εκτελώ
    2) (to carry out (instructions etc).) εκτελώ
    3) (to perform (a movement etc usually requiring skill).) εκτελώ
    - executioner
    - executive
    2. noun
    1) (the branch of the government that puts the laws into effect.) εκτελεστική εξουσία
    2) (a person or body of people in an organization etc that has power to direct or manage: He is an executive in an insurance company.) διοικητικό στέλεχος

    English-Greek dictionary > execute

  • 17 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 18 служить

    слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащий
    ρ.δ.
    1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).
    2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.
    3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.
    4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•

    служить родине υπηρετώ την πατρίδα•

    служить народу υπηρετώ το λαό.

    || αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•

    служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•

    служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).

    5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).
    6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•

    шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•

    служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.

    7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.
    8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > служить

  • 19 выполнить

    выполнить, выполнять εκ πληρώνω, εκτελώ υλοποιώ. πραγματοποιώ (осуществить) \выполнить план εκπληρώνω το πλάνο \выполнить обязанность εκπληρώνω την υποχρέωση μου \выполнить обещание τηρώ την υπόσχεση μου
    * * *
    = выполнять
    εκπληρώνω, εκτελώ; υλοποιώ, πραγματοποιώ ( осуществить)

    вы́полнить план — εκπληρώνω το πλάνο

    вы́полнить обя́занность — εκπληρώνω την υποχρέωσή μου

    вы́полнить обеща́ние — τηρώ την υπόσχεοή μου

    Русско-греческий словарь > выполнить

  • 20 гимн

    гимн м о ύμνος· государственный \гимн о εθνικός ύμνος· исполнить \гимн εκτελώ τον ύμνο
    * * *
    м
    ο ύμνος

    госуда́рственный гимн — ο εθνικός ύμνος

    испо́лнить гимн — εκτελώ τον ύμνο

    Русско-греческий словарь > гимн

См. также в других словарях:

  • εκτελώ — εκτελώ, εκτέλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκτελώ — ( έω) (AM ἐκτελῶ) 1. φέρω εντελώς εις πέρας, κατορθώνω, πραγματοποιώ(«ἐκτελέσας μέγα ἔργον», Οδ. γ) 2. παίζω, αποδίδω μουσικό κομμάτι νεοελλ. 1. θανατώνω κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο 2. (για φόνο) σκοτώνω εν ψυχρώ 3. «εκτελώ χρέη ή καθήκοντα»… …   Dictionary of Greek

  • εκτελώ — εκτέλεσα, εκτελέστηκα, εκτελεσμένος, μτβ. 1. πραγματοποιώ, εφαρμόζω. 2. (μουσ.), αποδίνω, παίζω: Θα εκτελεστούν έργα Σοπέν. 3. θανατώνω, σκοτώνω: Εκτελέστηκε ο προδότης. 4. φρ., «Eκτελώ χρέη νομάρχη, διευθυντή κτλ.», αναπληρώνω προσωρινά στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτελῶ — ἐκτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη, αντικαθιστώ τον γυμνασιάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομετρώ — εκτελώ επιπεδομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + μετρώ] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη: Στο σχολείο μου γυμνασιαρχεύει για χρόνια ο ίδιος διευθυντής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφορίζω — εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 …   Dictionary of Greek

  • επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»