Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκμεταλλεύομαι

  • 1 эксплуатировать

    εκμεταλλεύομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эксплуатировать

  • 2 эксплуатировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ. εκμεταλλεύομαι•

    эксплуатировать чужой труд εκμεταλλεύομαι ξένη εργασία.

    || χρησιμοποιώ•

    эксплуатировать недр земли εκμεταλλεύομαι το υπέδαφος.

    εκμεταλλεύομαι, υπόκειμαι σε εκμετάλλευση.

    Большой русско-греческий словарь > эксплуатировать

  • 3 эксплуатировать

    эксплуат||и́ровать
    в разн. знач. ἐκμεταλλεύομαι:
    \эксплуатироватьи́ровать рудники ἐκμεταλλεύομαι τά ὁρυχεία· \эксплуатироватьи́ровать чужой труд ἐκμεταλλεύομαι ξένη ἐργασία.

    Русско-новогреческий словарь > эксплуатировать

  • 4 эксплуатировать

    Русско-греческий словарь > эксплуатировать

  • 5 придраться

    придраться
    сов
    1. см. придираться-2. разг βρίσκω ἀφορμή, ἐκμεταλλεύομαι:
    \придраться к случаю ἐκμεταλλεύομαι τήν εὐκαιρία.

    Русско-новогреческий словарь > придраться

  • 6 выгода

    το όφελος, το κέρδος, το συμφέρον
    извлекать - у έχω όφελος/κέρδος
    использовать с - ой εκμεταλλεύομαι/χειρίζομαι με -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгода

  • 7 вводить

    вводить
    несоз.
    1. (внутрь) εἰσάγω, βάζω, μπάζω, προσάγω:
    \вводить войска в город μπάζω τά στρατεύματα στήν πόλη; \вводить лошадь в конюшню βάζω τό ἄλογο στό σταῦλο;
    2. (устанавливать) ἐγκαθιδρύω, ἐπιβάλλω, καθιερώνω:
    \вводить в моду καθιερώνω, ἐγκαινιάζω; \вводить в употребление βάζω σέ χρήση, ἐφαρμόζω; \вводить в действие θέτω σέ ἐνέργεια; \вводить в эксплуатацию ἀρχίζω νά ἐκμεταλλεύομαι ἐπιχείρηση;
    3. (вовлекать, ввергать)ра^(о σέ:
    \вводить в излишние расходы βάζω σέ περιττά ?ξοδα \вводить в заблуждение ἀποπλανώ, παραπλανώ; ◊ \вводить кого-л. в курс чего́-л. κάνω (или καθιστώ) ἐνήμερο, ἐνημερώνω, κατατοπίζω κάποιον \вводить кого-л. во владение юр. καθιστώ κάτοχο.

    Русско-новогреческий словарь > вводить

  • 8 воспользоваться

    воспользоваться
    сов ἐπωφελοῦμαι:
    \воспользоваться случаем ἐκμεταλλεύομαι τήν εὐκαιρία, ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας' \воспользоваться чем-л. в качестве предлога βρίσκω (или χρησιμοποιώ) σάν πρόφαση.

    Русско-новогреческий словарь > воспользоваться

  • 9 использовать

    использовать
    сов и несов (кого-л., что-л.) χρησιμοποιώ, ἐκμεταλλεύομαι/ ἐπωφελούμαι τοῦ (τής) (воспользоваться):
    \использовать возможности χρησιμοποιδ τίς δυνατότητες· \использовать слу́чай ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας.

    Русско-новогреческий словарь > использовать

  • 10 разрабатывать

    разрабатывать
    несов, разработать сов
    1. (землю и т. п.) καλλιεργώ/ ξεχερσώνω (залежные земли)·
    2. (рудник и т. п.) ἐκμεταλλεύομαι·
    3. перен ἐπεξεργάζομαι, ἐκπονώ:
    \разрабатывать проект ἐκπονώ σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > разрабатывать

  • 11 употреблять

    употреб||лять
    несов в разн. знач. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
    \употреблятьл ять деньги на что́-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \употреблятьлять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \употреблятьля́ть что́-л. в пи́щу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \употреблятьлять (доверие) во зло́ ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \употреблятьлять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \употреблятьлиться χρη-σηιοποιούμαι:
    это слово теперь не \употреблятьля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον.

    Русско-новогреческий словарь > употреблять

  • 12 воспользоваться

    [*][βασπόλ'ζαβατ'σγια) ρ. εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

    Русско-греческий новый словарь > воспользоваться

  • 13 эксплуатировать

    [εκσπλουατίραβατ"] ρ. εκμεταλλεύομαι

    Русско-греческий новый словарь > эксплуатировать

  • 14 воспользоваться

    [βασπόλ'ζαβατ'σγια ρ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

    Русско-эллинский словарь > воспользоваться

  • 15 эксплуатировать

    [εκσπλουατίραβατ"] ρ εκμεταλλεύομαι

    Русско-эллинский словарь > эксплуатировать

  • 16 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 17 подбить

    подобью, подобьшь, προστκ. подбей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•

    подковку καρφώνω το πέταλο•

    подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.

    2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.
    3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.
    4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.
    5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•

    подбить глаз χτυπώ στο μάτι•

    подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.

    || πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.
    6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.
    εκφρ.
    подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.
    1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).
    2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > подбить

  • 18 спекулировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. κερδοσκοπώ, σπεκουλάρω• εκμεταλλεύομαι, επικαρπώνομαι δόλια.

    Большой русско-греческий словарь > спекулировать

  • 19 ухватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, αρπάζω, αδράχνω, γραπώνω•

    ухватить со всех сторон περιαρπάζω, περιαδράχνω•

    ухватить камень αρπάζω πέτρα•

    ухватить за ворот αρπάζω από το γιακά.

    || μτφ. ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•

    ухватить чужую змлю αρπάζω ξένη γη.

    2. μτφ. συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι αμέσως•

    ухватить мысль πιάνω αμέσως (αρπάζω) το νόημα•

    ухватить намк καταλαβαίνω αμέσως τον υπαινιγμό.

    1. πιάνομαι αμέσως, αρπάζομαι, δράττομαι•

    ухватить за сучок αρπάζομαι από ένα κλαδί.

    2. μτφ. καταπιάνομαι, ασχολούμαι•

    дела-то много, а ухватить за что не знаю δουλειές (υποθέσεις) είναι πολλές, όμως με πια να καταπιαστώ δεν ξέρω,

    3. μτφ. επωφελούμαι, δράττομαι, εκμεταλλεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ухватить

См. также в других словарях:

  • εκμεταλλεύομαι — εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύτηκα και εκμεταλλεύθηκα βλ. πίν. 20 Σημειώσεις: εκμεταλλεύομαι : μόνο ως μεταβατικό (εκμεταλλεύομαι κάτι ή κάποιον) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκμεταλλεύομαι — (Α ἐκμεταλλεύω) 1. εξορύσσω μετάλλευμα από ορυχείο 2. προσπαθώ να χρησιμοποιήσω επικερδώς οικονομικό αγαθό 3. επωφελούμαι, χρησιμοποιώ για αθέμιτο κέρδος δεσμούς, ιδεολογία ή αίσθημα 4. αποκτώ κέρδη εις βάρος άλλων και από τη δική τους εργασία… …   Dictionary of Greek

  • εκμεταλλεύομαι — εκμεταλλεύτηκα 1. βγάζω μεταλλεύματα ή ορυκτά από το υπέδαφος: Η εταιρεία εκμεταλλεύεται τα ορυχεία της περιοχής. 2. μτφ., χρησιμοποιώ πλουτοφόρες πηγές, για να αντλήσω από αυτές κέρδη: Το κράτος εκμεταλλεύεται το μονοπώλιο σπίρτων. 3. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιομηχανοποιώ — ( έω) 1. μετατρέπω κάποιον παραγωγικό κλάδο σε βιομηχανία 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας σε βιομηχανική 3. εκμεταλλεύομαι πρώτη ύλη με βιομηχανικά μέσα 4. εκμεταλλεύομαι πνευματική απασχόληση για χρηματισμό …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • αιματοβυζαίνω — 1. βυζαίνω, ρουφώ, πίνω αίμα 2. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον (λέγεται και για τοκογλύφο) …   Dictionary of Greek

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • απομυζώ — (Α ἀπομυζῶ, άω) [μυζώ] βυζαίνω, ρουφώ νεοελλ. εξαντλώ αφαιρώντας τους πόρους ή τις δυνάμεις, εκμεταλλεύομαι …   Dictionary of Greek

  • αρμέγω — (Μ ἀρμέγω) 1. συσφίγγω τους μαστούς θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος 2. μτφ. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμέγω, με φωνητική τροπή του λ προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό ρ (πρβλ. ελπίδα > ερπίδα, αδελφός > αδερφός …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»