Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εκθέσεως

  • 1 εκθέσεως

    фото экспозиция, выдержка;
    6) изложение (событий и т. п.); отчёт; доклад; заключение;

    εκθέσεως πεπραγμένων — отчёт о сделанном;

    εκθέσεως εξεταστικής επιτροπής — протокол экзаменационной комиссии;

    εκθέσεως πραγματογνωμόνων — заключение экспертов;

    εκθέσεως ιατρική (δικαστική) — медицинское (судебное) заключение;

    εκθέσεως εξετάσεως μάρτυρος — протокол допроса свидетеля;

    7) изложение, пересказ;

    εκθέσεως ιδεών — письменное сочинение (в учебном заведении);

    § εκθέσεως βρέφους — подкидывание, подбрасывание кому-л. ребёнка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκθέσεως

См. также в других словарях:

  • ἐκθέσεως — ἐκθέσεω̆ς , ἔκθεσις exposure fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Greek language question — The Greek language question ( el. γλωσσικό ζήτημα, short: το γλωσσικό) was a dispute discussing the question whether the language of the Greek people (Dimotiki) or an archaic imitation of Ancient Greek (Katharevousa) should be the official… …   Wikipedia

  • Cuestión lingüística griega — La cuestón lingüística griega o debate lingüístico griego (en griego γλωσσικό ζήτημα, glosikó zítima o simplemente γλωσσικό, glosikó) fue una disputa que discutía si la lengua oficial de Grecia debía de ser la lengua popular (griego demótico o… …   Wikipedia Español

  • αδρομέρεια — η [αδρομερής] 1. σύσταση ή έκθεση λόγου ή πράγματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές 2. ένα από τα μέρη αυτής τής μη λεπτομερειακής εκθέσεως …   Dictionary of Greek

  • επισκέπτης — ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες τής εκθέσεως») 2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του νεοελλ. τεχνίτης τής υπηρεσίας έλξεως… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • ЕВФИМИЙ ЗИГАБЕН — [правильнее Зигавин, вариант Зигадин; греч. Ζιϒαβηνός или Ζυϒαδηνός, в рукописях встречаются Ζηϒαβηνός, Ζιϒαβινός, Ζυϒαβηνός, Ζηϒαμβρηνός и др.] (ок. 1050 ок. 1122), визант. мон., богослов, экзегет и полемист. Е. З. (в миру Иоанн) жил в К поле в… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»