Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εισιτήριος

См. также в других словарях:

  • εἰσιτήριος — belonging to entrance masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο ή που χρησιμεύει για είσοδο, ο εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις για το λύκειο. 2. που γίνεται στην έναρξη χρονικής περιόδου ή για την ανάληψη αξιώματος, ο εναρκτήριος: Εισιτήριος λόγος καθηγητή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσιτήριον — εἰσιτήριος belonging to entrance masc/fem acc sg εἰσιτήριος belonging to entrance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιτηρίους — εἰσιτήριος belonging to entrance masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιτήρια — εἰσιτήριος belonging to entrance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριο — το (AM εἰσιτήριον) βλ. εισιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είμι) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»