-
1 εισιτήριος
-
2 εἰσιτήριος
-
3 εισιτήριος
α, ο [ος, ον ]1) входной; 2) вступительный;εισιτήριες εξετάσεις — вступительные экзамены
-
4 εἰσιτήριος
A belonging to entrance: εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at the beginning of a year or entrance on an office, D.19.190;εἰ. ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι Id.21.114
, cf. SIG 695.25 (Magn. Mae., ii B.C.), D.C.45.17;εἰσιτήριοι θυσίαι Hld.7.2
: sg., εἰσιτήριον, τό, entrance-deposit, PRyl.77.37 (ii A.D., ἰσητ-Pap.):— [dialect] Att. Inscrr. have [full] εἰσιτητήρια, IG22.17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσιτήριος
-
5 вступительный
вступительный 1) εισαγωγικός, εισιτήριος \вступительныйые экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις 2): \вступительныйое слово о εναρκτήριος λόγος* * *1) εισαγωγικός, εισιτήριοςвступи́тельные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις
2)вступи́тельное сло́во — ο εναρκτήριος λόγος
-
6 εισιτήριον
εἰσιτήριοςbelonging to entrance: masc /fem acc sgεἰσιτήριοςbelonging to entrance: neut nom /voc /acc sg -
7 εἰσιτήριον
εἰσιτήριοςbelonging to entrance: masc /fem acc sgεἰσιτήριοςbelonging to entrance: neut nom /voc /acc sg -
8 δοκιμασία
η1) проверка; испытание, проба; 2) испытание, экзамен;εισιτήριος δοκιμασία — вступительный экзамен;
υφίσταμαι δοκιμασία — или διατελώ υπό δοκιμασίαν — держать экзамен, подвергаться испытанию;
3) испытание, беда, несчастье; мытарство;υφίσταμαι δοκιμασίες — подвергаться испытаниям, терпеть невзгоды
-
9 εισιτηρίους
-
10 εἰσιτηρίους
-
11 εισιτήρια
-
12 εἰσιτήρια
См. также в других словарях:
εἰσιτήριος — belonging to entrance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek
εισιτήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο ή που χρησιμεύει για είσοδο, ο εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις για το λύκειο. 2. που γίνεται στην έναρξη χρονικής περιόδου ή για την ανάληψη αξιώματος, ο εναρκτήριος: Εισιτήριος λόγος καθηγητή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσιτήριον — εἰσιτήριος belonging to entrance masc/fem acc sg εἰσιτήριος belonging to entrance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσιτηρίους — εἰσιτήριος belonging to entrance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσιτήρια — εἰσιτήριος belonging to entrance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
εισιτήριο — το (AM εἰσιτήριον) βλ. εισιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είμι) … Dictionary of Greek