-
1 εισαγωγικός
η, ό[ν]1) вводящий; вступительный, вводный, предварительный;εισαγωγικές εξετάσεις — вступительные экзамены;
εισαγωγικό μάθημα — вводное занятие;
εισαγωγικός λόγος — или εισαγωγική ομιλία — вступительное слово;
2) ввозной, импортный;εισαγωγικό εμπόριο — импорт;
εισαγωγικός δασμός — или εισαγωγικά τέλη — ввозная пошлина
-
2 εμπόριο(ν)
το торговля; коммерция;χονδρικό (λιανικό) εμπόριο(ν) — оптовая (розничная) торговля;
εισαγωγικό εμπόριο(ν) — импорт;
εξαγωγικό εμπόριο(ν) — экспорт;
εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο(ν) — внешняя (внутренняя) торговля;
κρατικό (ιδιωτικό) εμπόριο(ν) — государственная (частная) торговля
-
3 εμπόριο(ν)
το торговля; коммерция;χονδρικό (λιανικό) εμπόριο(ν) — оптовая (розничная) торговля;
εισαγωγικό εμπόριο(ν) — импорт;
εξαγωγικό εμπόριο(ν) — экспорт;
εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο(ν) — внешняя (внутренняя) торговля;
κρατικό (ιδιωτικό) εμπόριο(ν) — государственная (частная) торговля
См. также в других словарях:
ισοζύγιο — το 1. εξίσωση στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, πραγματοποίηση δηλαδή τόσων εσόδων από το εξαγωγικό εμπόριο όσα και τα έξοδα από το εισαγωγικό: Παθητικό ή ενεργητικό ισοζύγιο. – Το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει φέτος μεγάλο έλλειμμα. 2. εξίσωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Crete — See also: Crete (disambiguation) Crete Κρήτη The Minoan Palace at Knossos Geography … Wikipedia
History of Crete — A fresco found at the Minoan site of Knossos, indicating a sport or ritual of bull leaping , the dark skinned figure is a man and the two light skinned figures are women The History of Crete goes back to the 7th Millennium B.C., preceding the… … Wikipedia
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
εντράτα — η [ιταλ. entrata] εισαγωγικό μουσικό κομμάτι σε θεατρικό ή μουσικό έργο … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε … Dictionary of Greek