Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εισαγγελια

См. также в других словарях:

  • εἰσαγγελία — εἰσαγγελίᾱ , εἰσαγγελία information fem nom/voc/acc dual εἰσαγγελίᾱ , εἰσαγγελία information fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελίᾳ — εἰσαγγελίαι , εἰσαγγελία information fem nom/voc pl εἰσαγγελίᾱͅ , εἰσαγγελία information fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… …   Dictionary of Greek

  • εισαγγελία — η 1. το αξίωμα και το έργο του εισαγγελέα. 2. το κτίριο όπου είναι εγκαταστημένες οι υπηρεσίες της εισαγγελικής αρχής και όπου εδρεύει ο εισαγγελέας: Η εισαγγελία είναι διώροφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσαγγελίας — εἰσαγγελίᾱς , εἰσαγγελία information fem acc pl εἰσαγγελίᾱς , εἰσαγγελία information fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελίαι — εἰσαγγελία information fem nom/voc pl εἰσαγγελίᾱͅ , εἰσαγγελία information fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελίαν — εἰσαγγελίᾱν , εἰσαγγελία information fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελιῶν — εἰσαγγελία information fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγγελίαις — εἰσαγγελία information fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Третейский суд у древних греков и римлян — Самые ранние сведения о существовании Т. суда в древней Греции восходят к эпохе Гомера, когда переход от личной расправы к договорному началу и признанию правовых норм уже успел совершиться. Самоуправство заменилось спором о праве: стороны… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Bouleute — Boulè  Pour les articles homophones, voir Boulay, Boulet et Boulé. Dans les cités de la Grèce antique, la Boulè (en grec ancien Βουλή aussi transcrit Boulê) est une assemblée restreinte de citoyens chargés des affaires courantes de la cité.… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»