Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εισαγγελέας

См. также в других словарях:

  • εισαγγελέας — και εισαγγελεύς, ο, η (AM εἰσαγγελεύς, ο) νεοελλ. λειτουργός της δικαιοσύνης με κύρια καθήκοντα την άσκηση ποινικής δίωξης, τη διεύθυνση τής προδικασίας, την εκτέλεση τών αποφάσεων τών ποινικών δικαστηρίων, την επιτήρηση τών δικαστηρίων και τών… …   Dictionary of Greek

  • εισαγγελέας — ο ανώτερος δικαστικός λειτουργός σε πολυμελές δικαστήριο, που έργο έχει να εποπτεύει την τήρηση των νόμων, να διευθύνει τις ανακρίσεις και να εκπροσωπεί στις δίκες το νόμο και το δημόσιο συμφέρον ως κατήγορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσαγγελέας — εἰσαγγελέᾱς , εἰσαγγελεύς one who announces masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • φλαμπουριάρης — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Επτανήσου, η οποία, μετά την Άλωση (1453), έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε αρχικά στην Κρήτη, για να εγκατασταθεί τελικά, στο μεγαλύτερο μέρος της, στη Ζάκυνθο. Στον Ιωάννη Φ. και στους απογόνους του, η… …   Dictionary of Greek

  • Τσιβανόπουλος, Δημοσθένης — (Σπάρτη 1838 – Μαρούσι, Αθήνα 1921). Δικαστικός, εισαγγελέας του Aρείου Πάγου. Μετά τις σπουδές του, πέρασε όλα τα στάδια του τακτικού δικαστή έως και τον βαθμό του αντιπροέδρου του Aρείου Πάγου. Διετέλεσε εισαγγελέας (1892 11) και αποχώρησε από… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Massacre of the Acqui Division — Kefalonia. The Massacre of the Acqui Division (Italian: il massacro della divisione Acqui; Greek: Η Σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, Hi Sfagi tis Merarchias Akoui), also known as the Cephalonia Massacre (Italian: Eccidio di Cefalonia, Germa …   Wikipedia

  • Бойня дивизии Акви — остров Кефалония. «Бойня дивизии Акви» (итал. il massacro della divisione Acqui; греч …   Википедия

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»