-
1 специальный
ειδικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специальный
-
2 специфический
ειδικός, ιδιαίτεροςχαρακτηριστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > специфический
-
3 знаток
-а α.γνώστης, ειδικός, ειδήμονας•в искусстве ειδικός στην Τέχνη•знаток в поэзии ειδικός σε ζητήματα ποίησης•
знаток сво6го дела κατεχάρης.
-
4 специалист
-а α. -ка, -и θ.1. ειδικός, -ή•специалист по радио ειδικός για τα ράδια•
специалист по древним языкам ειδικός για τις αρχαίες γλώσσες•
обратиться за справкой -у απευθύνομαι για οδηγία (συμβουλή) στον ειδικό.
2. βλ. спец. -
5 финансист
1. (специалист по ведению финансовых операций) о ειδικός στα θέματα χρηματοδότησης, ο οικονομικός παράγοντας, ο χρηματοδότης 2. (специалист по теории финансов) о καθηγητής-ειδικός στη διδασκαλία της θεωρίας της χρηματοδότησης, ο οικονομολόγος 3. (человек, ведущий крупные денежные операции) о χρηματοδότης, ο επιχειρηματίας/επαγγελ-ματίας που ασχολείται και πραγματοποιεί μεγάλες χρηματοδοτήσεις, ο οικονομικός παράγοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финансист
-
6 корреспондент
корреспондент м о ανταποκριτής· специальный \корреспондент о ειδικός ανταποκριτής* * *мο ανταποκριτήςспециа́льный корреспонде́нт — ο ειδικός ανταποκριτής
-
7 особый
-
8 специалист
-
9 специальный
-
10 особый
особ||ыйприл1. ἰδιαίτερος, ἀσυνήθης / ἰδιόμορφος (своеобразный)·2. (отдельный) ἰδιαίτερος, εἰδικός, ξεχωριστός:оставаться при \особыйом мнении διατηρώ τήν ἄποψή μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \особыйая цель ὁ εἰδικός σκοπός. -
11 баллистик
(специалист) о ειδικός στη βλητική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллистик
-
12 жестянщик
ο εργάτης-ειδικός στην κατεργασία λευκοσιδήρουο λευκοσιδηρουρ-γόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жестянщик
-
13 ионизация
ο ιονισμόςвызванная гамма-излучением -, προκληθείς από ακτινοβολία γ(γάμμα)ступенчатая - βαθμιαίος, κλιμακωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ионизация
-
14 камбист
(специалист по валютным операциям) о ειδικός αγοραπωλησίας των ξένων νομισμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камбист
-
15 консультант
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консультант
-
16 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
17 латунь
ο ορείχαλκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > латунь
-
18 литературовед
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > литературовед
-
19 логопед
ο λογοθεραπευτής, ο ειδικός ιατρός για τη βραδυγλωσσία/διόρθωση διαταραχών της ομιλίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > логопед
-
20 мастер
1. (на производстве) о αρχιτεχνίτης, о μάστορας 2. (ремесленник) о τεχνίτης 3. (знаток) о ειδικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мастер
См. также в других словарях:
εἰδικός — specific masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
ειδικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή σε ορισμένες περιπτώσεις, που έχει ορισμένο σκοπό ή προορισμό: Ψηφίστηκε ειδικός νόμος για τους παραπηγματούχους. 2. που ασχολείται σε ορισμένο κλάδο επιστήμης ή τέχνης, που έχει ειδικότητα σ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰδικά — εἰδικός specific neut nom/voc/acc pl εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc/acc dual εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτερον — εἰδικός specific adverbial comp εἰδικός specific masc acc comp sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτάτων — εἰδικός specific fem gen superl pl εἰδικός specific masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέραις — εἰδικός specific fem dat comp pl εἰδικωτέρᾱͅς , εἰδικός specific fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέρων — εἰδικός specific fem gen comp pl εἰδικός specific masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικῶν — εἰδικός specific fem gen pl εἰδικός specific masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικόν — εἰδικός specific masc acc sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτατα — εἰδικός specific adverbial superl εἰδικός specific neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)