Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εθνικ

  • 1 εθνικός

    η, ό[ν] 1.
    1) национальный; народный;

    εθνικός ύμνος — национальный гимн;

    εθνικ στόλος — военно-морской флот;

    εθνική συνέλευση — национёльное собрание;

    εθνική τράπεζα — национальный банк;

    εθνική εορτή — национальный праздник;

    εθνική πολιτική — национальная политика;

    εθνική περιουσία — народное достояние;

    εθνική οικονομία — народное хозяйство;

    2) отечественный;
    3) этнический; 2. (ο) язычник

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εθνικός

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • -ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …   Dictionary of Greek

  • κοινισμός — κοινισμός, ὁ (Α) η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, ψιμυθ ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • κοινωνισμός — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινων ισμός (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ισμός ως απόδοση τού γαλλ. social isme) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, κομμουν ισμός). Η λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»