-
1 гарантировать
-
2 обеспечивать
обеспечивать, обеспечить εξασφαλίζω, εφοδιάζω εγγυούμαι (гарантировать)* * *= обеспечитьεξασφαλίζω, εφοδιάζω εγγυούμαι ( гарантировать) -
3 ручаться
-
4 гарантировать
εγγυώμαι, εγγυούμαι, (обеспечивать) διασφαλίζω, εξασφαλίζω-возмещение убытков εξασφαλίζω/καλύπτω τις τυχόν ζημιές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантировать
-
5 гарантировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. гарантированный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.μ. εγγυούμαι, εγγυοδοτώ. || εξασφαλίζω.
См. также в других словарях:
εγγυούμαι — εγγυήθηκα, εγγυημένος 1. δίνω εγγύηση, γίνομαι εγγυητής. 2. βεβαιώνω κάτι υπεύθυνα, είμαι υπεύθυνος για κάτι: Εγγυούμαι ότι θα μας φιλοξενήσουν εγκάρδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγγυώμαι — και εγγυούμαι (AM ἐγγυῶ, άω Μ και ἐγγυοῡμαι και ἐγγυώνω) δίνω ενέχυρο ή εγγύηση αρχ. 1. μνηστεύω, αρραβωνιάζω την κόρη μου 2. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εγγυώ θεωρήθηκε είτε παράλληλος τ. τού εγγύη* είτε παράγωγο αυτού] … Dictionary of Greek
εγγυοδοτώ — εγγυοδότησα 1. δίνω εγγύηση, εγγυούμαι. 2. πληρώνω ως εγγύηση το ποσό που ορίστηκε με εγγυοδοσία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)