-
1 εγγραφη
ἥ1) внесение в список, записывание, регистрация2) список -
2 εγγραφή
η1) вписывание; запись; занесение, внесение в список; зачисление; регистрация;εγγραφή υποθήκης — запись в ипотечных книгах;
εγγραφή στον κατάλογο — внесение в список;
2) муз. запись (на плёнку и т. п.);εγγραφή σε δίσκο γραμμοφώνου — граммофонная запись;
εγγραφή σε ταινία — запись на плёнку;
3) подписка (на газету и т. п.);εκδοση με εγγραφή συνδρομητών — подписное издание;
4) прикрепление (к организации) -
3 εγγραφή
[энграфи] ουσ θ записывание. -
4 έγγραφος
η, ο [ος, ον ] письменный;έγγραφη απάντηση — письменный ответ
См. также в других словарях:
ἐγγραφή — registration fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… … Dictionary of Greek
εγγραφή — η 1. η καταχώριση ονόματος, πράξης ή γεγονότος σε κατάλογο ή βιβλίο: Άρχισαν οι εγγραφές των μαθητών. 2. (μαθ.), η γραφή ορισμένου γεωμετρικού σχήματος μέσα σε άλλο: Εγγραφή κύκλου σε κανονικό τετράπλευρο. 3. η αποτύπωση οποιασδήποτε πληροφορίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγγραφῇ — ἐγγράφω make incisions into aor subj pass 3rd sg ἐγγραφῆι , ἐγγραφεύς registrar masc dat sg (epic ionic) ἐγγραφή registration fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφῃ — ἐγγράφω make incisions into pres subj mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres ind mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
ἐγγραφαί — ἐγγραφή registration fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραφήν — ἐγγραφή registration fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραφῶν — ἐγγραφή registration fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek