-
1 δηώση
δηιόωcut down: aor subj mid 2nd sg (attic epic)δηιόωcut down: aor subj act 3rd sg (attic epic)δηιόωcut down: fut ind mid 2nd sg (attic epic)δηϊώσῃ, δηιόωcut down: aor subj mid 2nd sg (epic ionic)δηϊώσῃ, δηιόωcut down: aor subj act 3rd sg (epic ionic)δηϊώσῃ, δηιόωcut down: fut ind mid 2nd sg (epic ionic) -
2 δῃώσῃ
δηιόωcut down: aor subj mid 2nd sg (attic epic)δηιόωcut down: aor subj act 3rd sg (attic epic)δηιόωcut down: fut ind mid 2nd sg (attic epic)δηϊώσῃ, δηιόωcut down: aor subj mid 2nd sg (epic ionic)δηϊώσῃ, δηιόωcut down: aor subj act 3rd sg (epic ionic)δηϊώσῃ, δηιόωcut down: fut ind mid 2nd sg (epic ionic) -
3 δηϊόω
Aδηϊόψεν Od.4.226
, part.δηϊόων Il.17.566
; [dialect] Att.[tense] pres. [full] δῃῶ, δῃοῦμεν, -οῦτε, X.Cyr.3.3.18, Ar.Lys. 1146, part.δῃῶν Il.17.65
: [tense] impf.ἐδῄουν Th.1.65
, X.Cyr.5.4.23,ἐδηΐουν Hdt.8.33
,50 ( ἐδῄευν v.l. in 5.89); [dialect] Ep.δῄουν Il.11.71
, al., δηϊάασκον (as if from δηϊάω) A.R. 2.142: [tense] fut.δῃώσω Il.9.243
, etc.: [tense] aor.ἐδῄωσα Th.1.114
, subj. δῃώσῃ, -ωσιν, Il.16.650, 4.416, part.δῃώσας 8.534
, al., [dialect] Ion.δηϊώσας Hdt.6.135
: [tense] pf.δεδῄωκα Rh.8.193
W. (Sopat.):—[voice] Med., [tense] fut. δῃώσεσθαι (in pass. sense) A.R.2.117: [tense] aor.1 δῃώσασθαι v.l. in J.BJ2.13.2, cf. Q.S.5.567, Opp.H.5.350:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐδηϊώθην Hdt.7.133
,δῃωθείς Il.4.417
: [tense] pf., Hsch., part.δεδῃωμένος Luc.DMort.10.11
.—Hom. has δῃ-, when <*> is folld. by a long syll.: A.R. forms [tense] impf. ἐδήϊον (as if from δηΐω) 3.1374, said by Sch. to be taken from Eumel. (Fr.9), cf. δῄειν· πολεμεῖν, φονεύειν, Hsch. ( δῃεῖν cod.), Cyr., δηίων· διακόπτων, Hsch., Cyr.: this is perh. a difft. Verb, and δήϊον, δῄων might be read in Hom.:— cut down, slay,χαλκῷ δηϊόων Il.17.566
, etc.; ἔγχεϊ δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος slaying [men].., 18.195: abs., were slaying,16.771
; were being slain,13.675
;Ἕκτορα δῃώσαντε 22.218
;Κικόνων ὕπο δῃωθέντες Od.9.66
.2 rend, tear, cleave, δῄουν.. βοείας ἀσπίδας were cleaving shields, Il.5.452, etc.; of a spear, cut asunder, 14.518; of savage beasts, , cf. 16.158; τὸν πώγωνα δεδῃωμένος having had his beard cut off, Luc.DMort.10.11.II after Hom., waste, ravage a country, Sol.13.21, Hdt.5.89, 7.133, etc.;δ. χώραν Ar.Lys. 1146
, Th.1.81, etc.;ἄστυ δῃώσειν πυρί S.OC 1319
.
См. также в других словарях:
δήωση — η η λεηλασία και η καταστροφή έπειτα από εισβολή: Η δήωση της χώρας από τους κατακτητές ήταν ανεπανόρθωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δήωση — η (AM δήωσις) [δηώ] ερήμωση, λεηλασία πόλης ή χώρας … Dictionary of Greek
δῃώσῃ — δηιόω cut down aor subj mid 2nd sg (attic epic) δηιόω cut down aor subj act 3rd sg (attic epic) δηιόω cut down fut ind mid 2nd sg (attic epic) δηϊώσῃ , δηιόω cut down aor subj mid 2nd sg (epic ionic) δηϊώσῃ , δηιόω cut down aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… … Dictionary of Greek