-
1 грабёж
-бежа α. λεηλασία, κούρσεμα, δήωση, διαγούμισμα. || αρπαγή, διαρπαγή, άρπασμα• ληστεία. -
2 поток
-а α.1. ρεύμα (ποταμού, ρυακιού)• κυρλξ. κ. μτφ. χείμαρος• ποτάμι•-и слёз ποτάμια-δάκρυα•
поток слов χείμαρος λέξεων•
поток ругательств κατακλυσμός ύβρεων, τα εξ αμάξης• απανωτές βρισιές.
2. πλήθος• μάζα•поток людей χείμαρος λαϊκής μάζας.
3. τμήμα μαθητών, σπουδαστών.εκφρ.на поток и разграбление (отдать) – παραδίνω στη λεηλασία (δήωση, ρεμούλα). -
3 разграбление
-я ουδ.διαρπαγή, λεηλάτη-ση, δήωση, διαγούμισμα, κούρσεμα. -
4 шалость
-и θ.1. αταξία, τρέλα, ανοησία•детскиешалостьи παιδικές τρέλες.
2. δήωση, λεηλασία, δ ιαρπαγή.
См. также в других словарях:
δήωση — η η λεηλασία και η καταστροφή έπειτα από εισβολή: Η δήωση της χώρας από τους κατακτητές ήταν ανεπανόρθωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δήωση — η (AM δήωσις) [δηώ] ερήμωση, λεηλασία πόλης ή χώρας … Dictionary of Greek
δῃώσῃ — δηιόω cut down aor subj mid 2nd sg (attic epic) δηιόω cut down aor subj act 3rd sg (attic epic) δηιόω cut down fut ind mid 2nd sg (attic epic) δηϊώσῃ , δηιόω cut down aor subj mid 2nd sg (epic ionic) δηϊώσῃ , δηιόω cut down aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… … Dictionary of Greek