Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δύσζηλος

См. также в других словарях:

  • δύσζηλος — δύσζηλος, ον (Α) 1. ο υπερβολικά ζηλότυπος 2. αυτός που δείχνει υπερβολικό ζήλο 3. αυτός που συναγωνίζεται στις κακουχίες 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσζηλον η ιδιότητα τού δύσζηλου …   Dictionary of Greek

  • δύσζηλος — exceeding jealous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσζήλως — δύσζηλος exceeding jealous adverbial δύσζηλος exceeding jealous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσζηλον — δύσζηλος exceeding jealous masc/fem acc sg δύσζηλος exceeding jealous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσζήλου — δύσζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσζηλα — δύσζηλος exceeding jealous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσζηλοι — δύσζηλος exceeding jealous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»