-
1 δεδεμαι
-
2 δέδεμαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δέδεμαι
-
3 δέω
δέω ['вязать'] связывать aor. ἔδησα pf. pass. δέδεμαι
См. также в других словарях:
δέδεμαι — δέω 1 bind perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)