-
1 δάπτω
Grammatical information: v.Meaning: `devour, consume' (Il.).Other forms: Aor. δάψαιDerivatives: δαπάνη `cost, expenditure' (Hes. Op. 723; cf. σκάπτω: σκαπάνη) with deriv. δαπάνυλλα (Corc.; s. Leumann Glotta 32, 219 A. 3); δαπανηρός `lavish' (Pl.) with δαπανηρία Arist.); denomin. δαπανάω `spend, consume' (Hdt.) with δαπάνημα (X.), δαπάνησις (Aristeas) and δαπανητικός `consuming' (S.); δαπανητής EM; postverbal δάπανος = δαπανηρός (Th.); isolated δαπανούμενα (Andania Ia) as if from δαπανόω or - έω. - δάπτης `eater' (Lyc.), unless δάπ-της; from aoriststem δαψ- with λ-Suffix δαψ-ιλής `abundant' (Ion., Arist.; δαψιλός Emp., prob. older, Solmsen IF 31, 461ff.) with δαψίλεια (Arist.) and δαψιλεύομαι (LXX). - On δαρδάπτω s. v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: If one assumes for δάπ-τω a root δαπ-, this is found in Lat. daps `(sacrifice)meal', also in Toch. pret. tāp- `eat' (Fraenkel IF 50, 7); the ν-suffix in δαπάνη has been compared with Lat. damnum `expenditure, loss' and ONo. tafn `sacrificial animal, meal', which could be IE * dap-no-m, as also Arm. tawn `feast' (\< * dap-ni-). One might include Skt. dāpayati `divide'. - In spite of the relatives, δαπ(τ)-\/ δαψ- rather seems Pre-Greek. - Lat. dapinō is LW [loanword] from δαπανάω.Page in Frisk: 1,348Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάπτω
-
2 δαπανάω
δαπανάω (fr. δάπτω ‘devour’ [of wild beasts Il. 16, 159 al.] via δαπάνη) fut. δαπανήσω; 1 aor. ἐδαπάνησα, impv. δαπάνησον. Pass.: aor. 3 sg. ἐδαπανήθη 2 Macc 1:32; pf. ptc. δεδαπανηνένος LXX (Hdt., Thu.+; ins, pap, LXX; TestAbr A 6 p. 83, 12 [Stone p.14]; EpArist, Philo, Joseph.; Just., A I, 13, 1)① to use up or pay out material or physical resources, spend, spend freely w. acc. as obj. property Mk 5:26 (cp. 1 Macc 14:32; Jos., Ant. 15, 303; SEG XLI, 311, 3 [II A.D.]). τὶ εἴς τι (Diod S 11, 72, 2; Appian, Bell. Civ. 3, 32 §126; Artem. 1, 31 p. 33, 11f; Sb 8331, 17f [98 A.D.] πολλὰ δαπανήσας ἰς τὸ ἱερόν; OGI 59, 15; Bel 6 LXX, 3 Theod.; Jos., Ant. 4, 277) spend someth. for or on someth. Hs 1:8; also ἔν τινι (BGU 149, 5 ἐν πυρῷ κατʼ ἔτος δαπανᾶται τὰ ὑπογεγραμμένα) ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν on your pleasures Js 4:3. ἐπί τινι spend (money) on someone=pay someone’s expenses Ac 21:24; cp. ὑπέρ τινος 2 Cor 12:15 (s. BBetzinger, ZNW 18, 1918, 201; Seneca, Providentia 5, 4 boni viri … impendunt, impenduntur, et volentes quidem=good men expend, are expended, and, in fact, voluntarily).—W. the connotation of wastefulness (Hesychius; Suda δαπ.: οὐ τὸ ἁπλῶς ἀναλίσκειν, ἀλλὰ τὸ λαμπρῶς ζῆν καὶ σπαθᾶν καὶ δαπανᾶν τὴν οὐσίαν=not a matter of mere spending, but of living luxuriously, and squandering and wasting one’s estate): πάντα spend or waste everything Lk 15:14 (though the neutral sense use everything up is also prob.). Cp. also Js 4:3 above.—In a bold fig. αἱ δεδαπανημέναι καρδίαι τ. θανάτῳ hearts indentured to death, i.e., they were extravagantly handed over to death (the phrase is amplified by the succeeding phrase: ‘given over to lawless wandering’) B 14:5; the bridge to mng. 2 is apparent.② to cause destruction by external means, wear out, destroy fig. ext. of 1 (Jos., Bell. 3, 74) τοὺς ἀνθρώπους Hm 12, 1, 2; pass. (Appian, Bell. Civ. 4, 41 §171; 4, 108 §456; cp. Cat. Cod. Astr. VIII/3 p. 135, 19 ὑπὸ τ. λύπης ἐδαπανώμην) ibid. of base desire.—Of fire (Dio Chrys. 4, 32; 2 Macc 1:23; 2:10; Philo, Exsecr. 153; Jos., Ant. 4, 192; SibOr 2, 197; Just., A I, 13, 1 τὰ … εἰς διατροφὴν γενόμενα … πυρὶ δαπανᾶν) πυρί σε ποιῶ δαπανηθῆναι I will cause you to be consumed by fire MPol 11:2; cp. 16:1.—DELG s.v. δάπτω. M-M.
См. также в других словарях:
Honor society — In the United States, an honor society is an organization of rank, the induction into which recognizes excellence among one s peers. There are numerous societies recognizing various fields and circumstances; the Order of the Arrow, for example,… … Wikipedia
Sociedad de honor — Las sociedades de Honor . Ilustración de la Tyee 1909 (Anuario de la Universidad de Washington). En los Estados Unidos, una sociedad de honor es una organización profesional, el ingreso en la cual reconoce la excelencia de la persona entre sus… … Wikipedia Español
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… … Dictionary of Greek
κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
πανευγενής — ές, Μ 1. εξαιρετικά ευγενής, αυτός που έχει πολύ υψηλή καταγωγή («ἦν τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, πανευγενής καὶ ἀνδρείος», Διήγ. Αχιλλ.) 2. (στον υπερθ.) πανευαγέστατος τιμητική προσφώνηση άρχοντα («καὶ πανευγενεστάτῳ τῆς κραταιᾱς τῷ ἑρμηνεῑ...… … Dictionary of Greek
πανόσιος — α, ο / πανόσιος, ία, ον, ΝΜ 1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος 2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.) … Dictionary of Greek
παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… … Dictionary of Greek
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek
πλατυσμός — ο, ΝΜΑ [πλατύνω] πλάτυνοη, εύρυνση μσν. μτφ. ευρύτητα («καὶ ὁ πλατυσμὸς καὶ τὰ κυριώτερα μέρη ταύτης, τῆς σχεδὸν ἀπείρου ἀρχῆς», Καισάρ. Δαπ.) αρχ. 1. ευρύς, ανοιχτός χώρος («καὶ ἐξήγαγε με εἰς πλατυσμόν», ΠΔ) 2. μτφ. καύχηση, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek