-
1 δωρεάν
επίρρ. даром, бесплатно;τό δωρεάν εισιτήριο — даровой, бесплатный билет
-
2 δωρεάν
{нареч., 9}даром, напрасно, безвозмездно.Ссылки: Мф. 10:8; Ин. 15:25; Рим. 3:24; 2Кор. 11:7; Гал. 2:21; 2Фес. 3:8; Откр. 21:6; 22:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δωρεάν
-
3 δωρεάν
{нареч., 9}даром, напрасно, безвозмездно.Ссылки: Мф. 10:8; Ин. 15:25; Рим. 3:24; 2Кор. 11:7; Гал. 2:21; 2Фес. 3:8; Откр. 21:6; 22:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δωρεάν
-
4 δωρεὰν
даромдар дару δωρεάνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωρεὰν
-
5 δωρεάν
даромδωρεὰνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωρεάν
-
6 δωρεάν
даром, напрасно, безвозмездно.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωρεάν
-
7 δωρεάν
[дорэан] εκίρ. бесплатно, даром,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δωρεάν
-
8 δωρεάν
[дорэан] επίρ бесплатно, даром. -
9 δωρεα
ион. δωρεή ἥ1) дар, подарок, подношение Aesch., Soph., Lys., Isocr., Plat., Arst., Dem.ἐν δωρεᾷ Polyb. и δωρεάν Her., Dem., Polyb. — в виде дара или даром, но δωρεὰν ἀπέθανεν NT. он напрасно умер, т.е. его смерть не принесла пользы
2) pl. юр. дарение, завещание Dem. -
10 ανταπαιτεω
требовать в свою очередь(τέν δωρεάν Thuc.)
ἔπεμψε λόγον ἀπαιτῶν παρ΄ αὐτοῦ τῆς διαβάσεως, ἀνταπαιτηθεὴς δὲ λόγον … Plut. — он послал спросить его о причине его перехода, в то время как сам получил запрос о причине … -
11 επανορθοω
тж. med.1) досл. выпрямлять, перен. восстанавливать2) исправлять, улучшать(νόμον Plat.; πολιτείαν Arst.)
εἰ δ΄ ὅπως τὰ παρόντ΄ ἐπανορθωθήσεται δεῖ σκοπεῖν Dem. — если нужно изыскать средства для улучшения нынешнего положения3) исправлять, устранять(τὰ ὑφ΄ ἑτέρων δυστυχηθέντα Lys.; τὸ ἁμάρτημα Plat.; med. τὸ γεγενημένον Plut.)
ἐπανορθοῦσθαι τὰς ἀπορίας τοῦ δήμου Plut. — помочь народным нуждам4) учить, наставлять(τινα Xen., Isocr., Arph.)
-
12 εισιτήριο(ν)
το билет;εισιτήριο(ν) με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφής) — билет туда и обратно;
εισιτήριο(ν) επιστροφής — обратный билет;
εισιτήριο(ν) του τραίνου — железнодорожный билет;
εισιτήριο(ν) διαρκείας — сезонный билет;
εισιτήριο(ν) δωρεάν — бесплатный билет;
εισιτήριο(ν) θεάτρου — билет в театр;
§ εισιτήριο(ν) νοσοκομείου — направление в больницу
-
13 εισιτήριο(ν)
το билет;εισιτήριο(ν) με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφής) — билет туда и обратно;
εισιτήριο(ν) επιστροφής — обратный билет;
εισιτήριο(ν) του τραίνου — железнодорожный билет;
εισιτήριο(ν) διαρκείας — сезонный билет;
εισιτήριο(ν) δωρεάν — бесплатный билет;
εισιτήριο(ν) θεάτρου — билет в театр;
§ εισιτήριο(ν) νοσοκομείου — направление в больницу
-
14 είσοδος
η1) вход (действие и место);απαγορεύεται η είσοδος — вход воспрещён;
είσοδος δωρεάν — бесплатный вход;
μη στέκεσαι στην είσοδο — не стой у входа;
είσοδος του λιμένος — вход в порт;
2) вступление; поступление (куда-л.);είσοδ στην ακαδημία (στην ιατρική εταιρεία) — вступление в академию (в общество врачей);
είσοδος στη βουλή — избрание членом парламента;
3) доступ;4) переход (в другое состояние, к другой теме и т. п.); наступление (какой-л. поры); вступление (в какуюлибо пору);είσοδ στο χειμώνα — наступление зимы;
είσοδος στην εφηβική ηλικία — вступление в юношеский возраст;
5) стоимость входного билета;πόσο είναι η είσοδος στο θέατρο; — сколько стоит билет в театр?;
6) (постоянный) пропуск (на зрелищные мероприятия);έχω μιά είσοδο γιά τη διάλεξη — иметь разрешение на посещение лекции;
έχω ελεφθέρα είσοδο σ' όλα τα θέατρα — иметь постоянный пропуск во все театры
-
15 εκπαίδευση
[-ις (-εως)] η1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;
ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;
η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;
επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;
μικτή εκπαίδ — совместное обучение;
γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;
επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;
δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;
εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;
3) воен, боевая подготовка;στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;
Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев
-
16 δωρεά
τὸ δῶρον / ἡ δωρεά дар, подарок (→ Фе(о)дор, Дорофей, ср. Досифей, Феодосии); adv. δωρεάν ≃даром -
17 δῶρον
τὸ δῶρον / ἡ δωρεά дар, подарок (→ Фе(о)дор, Дорофей, ср. Досифей, Феодосии); adv. δωρεάν ≃даром -
18 1432
{нареч., 9}даром, напрасно, безвозмездно.Ссылки: Мф. 10:8; Ин. 15:25; Рим. 3:24; 2Кор. 11:7; Гал. 2:21; 2Фес. 3:8; Откр. 21:6; 22:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1432
См. также в других словарях:
δωρεάν — επίρρ. τροπ., χωρίς πληρωμή ή αμοιβή, τζάμπα: Τις Κυριακές η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωρεάν — δωρεά gift indeclform (adverb) δωρεά̱ν , δωρεά gift fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… … Dictionary of Greek