-
1 δωδεκαωρος
См. также в других словарях:
χιλίωρος — ον, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ωρος (< ώρα), πρβλ. δωδεκά ωρος] … Dictionary of Greek
1 δωδεκαωρος
χιλίωρος — ον, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ωρος (< ώρα), πρβλ. δωδεκά ωρος] … Dictionary of Greek