-
1 δυσέφικτος
δῠσ-έφικτος, ον,A hard to come at, Plb.31.25.3, Plu.2.65e, Phld.Rh.2.119 S.;ἀνθρώπῳ Ecphant.
ap. Stob.4.7.64; hard to understand, Vett.Val.272.8, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσέφικτος
-
2 δυσεφικτος
2трудно достижимый, малодоступный(στέφανος Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.)
δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. — невозможно пересказать
См. также в других словарях:
ευπόριστος — η, ο (ΑΜ εὐπόριστος, ον) αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος αρχ. 1. εφικτός, κατορθωτός 2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα τής ζωής 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα α) συνήθης και πρόχειρη… … Dictionary of Greek