-
1 δυστυχης
21) несчастливый, несчастный, злополучный(βίος Soph.; γυνή Eur.; sc. ἄνδρες Plat., Arst., Plut.)
τά τ΄ ἔνδον τά τε θύραζε δυστυχεῖς Eur. — несчастные и в домашних обстоятельствах и во внешних делах2) приносящий несчастье(κόραι = Ἐρινύες Eur.)
См. также в других словарях:
επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β … Dictionary of Greek
ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… … Dictionary of Greek
κατωτυχής — κατωτυχής, ές (Μ) το ουδ. ως ουσ. τὸ κατωτυχές το κατώτερο κοινωνικό στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + τυχής (< τύχη ή < θ. τυχ τού ρ. τυγχάνω, πρβλ. αόρ. ἔ τυχ ον), πρβλ. δυσ τυχής ευ τυχής] … Dictionary of Greek
παντυχία — ἡ, Α καλή τύχη σε όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τυχία (< τυχής < τύχη), πρβλ. δυσ τυχία] … Dictionary of Greek