Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δυσόμματος

См. также в других словарях:

  • δυσόμματος — δυσόμματος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει δύσκολα 2. τυφλός, αόμματος 3. νεκρός …   Dictionary of Greek

  • δυσομμάτοις — δυσόμματος scarce seeing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»