-
1 δυσαρμοστος
2находящийся в разладе, ссорящийся -
2 δυσαρμονικός
η, ό[ν], δυσάρμοστος, ος, ον дисгармонирующий, несоответствующий
См. также в других словарях:
δυσάρμοστος — ill united masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάρμοστος — η, ο (AM δυσάρμοστος, ον) αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα αρχ. (για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής … Dictionary of Greek
δυσάρμοστον — δυσάρμοστος ill united masc/fem acc sg δυσάρμοστος ill united neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρμοστότερα — δυσάρμοστος ill united neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρμόστους — δυσάρμοστος ill united masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάρμοστοι — δυσάρμοστος ill united masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)