Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δυσάρμοστος

См. также в других словарях:

  • δυσάρμοστος — ill united masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάρμοστος — η, ο (AM δυσάρμοστος, ον) αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα αρχ. (για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής …   Dictionary of Greek

  • δυσάρμοστον — δυσάρμοστος ill united masc/fem acc sg δυσάρμοστος ill united neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρμοστότερα — δυσάρμοστος ill united neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρμόστους — δυσάρμοστος ill united masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάρμοστοι — δυσάρμοστος ill united masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»