-
1 δυσπροσορμιστος
21) неудобный для причаливания, малодоступный(πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.)
2) ( о высадке) трудный(ἀπόβασις Diod.)
-
2 δυσπροσόρμιστος
δυσπροσόρμιστοςhard to land on: masc /fem nom sg -
3 δυσπροσόρμιστος
δυσπροσ-όρμιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπροσόρμιστος
-
4 δυσπροσόρμιστον
δυσπροσόρμιστοςhard to land on: masc /fem acc sgδυσπροσόρμιστοςhard to land on: neut nom /voc /acc sg -
5 δυσπροσορμίστου
δυσπροσόρμιστοςhard to land on: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
δυσπροσόρμιστος — δυσπροσόρμιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει κατάλληλη πρόσβαση από τη θάλασσα … Dictionary of Greek
δυσπροσόρμιστος — hard to land on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσόρμιστον — δυσπροσόρμιστος hard to land on masc/fem acc sg δυσπροσόρμιστος hard to land on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσορμίστου — δυσπροσόρμιστος hard to land on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπρόσορμος — δυσπρόσορμος, ον (Α) ο δυσπροσόρμιστος … Dictionary of Greek