Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσκέλαδος

См. также в других словарях:

  • δυσκέλαδος — δυσκέλαδος, ον (Α) 1. κακόηχος, κακόφωνος 2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής …   Dictionary of Greek

  • δυσκέλαδος — ill sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκέλαδον — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem acc sg δυσκέλαδος ill sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκελάδοιο — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκελάδοις — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκελάδοισι — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκελάδοισιν — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκελάδου — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκελάδων — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκέλαδοι — δυσκέλαδος ill sounding masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»