-
1 δυσιθαλαττος
См. также в других словарях:
δυσιθάλαττος — δυσιθάλαττος, ον (Α) φρ. «δίκτυα δυσιθάλαττα» τα δίχτυα που βουλιάζουν στο θαλασσινό νερό … Dictionary of Greek
1 δυσιθαλαττος
δυσιθάλαττος — δυσιθάλαττος, ον (Α) φρ. «δίκτυα δυσιθάλαττα» τα δίχτυα που βουλιάζουν στο θαλασσινό νερό … Dictionary of Greek