Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δυσαρεστημένος

  • 1 недовольный

    Русско-греческий словарь > недовольный

  • 2 обида

    обида ж η προσβολή, η αδικία· быть в \обидае на кого-л. είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον
    * * *
    ж
    η προσβολή, η αδικία

    быть в оби́де на кого́-л. — είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον

    Русско-греческий словарь > обида

  • 3 недовольный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; δυσαρεστημένος• κακοκαρδισμένος στενοχωρημένος•

    очень недовольный πολΰ δυσαρεστημένος, πικραμένος, φαρμακωμένος•

    недовольный взгляд ματιά δυσαρέσκειας, επιτιματικό βλέμμα.

    || ανικανοποίητος•

    недовольный ответом ανικανοποίητος από την απάντηση•

    недовольный вид μορφή (όψη) ανικανοποίητη.

    Большой русско-греческий словарь > недовольный

  • 4 недовольрый

    недово́льрый
    прил δυσαρεστημένος:
    \недовольрый взгляд τό ἐπιτιμητικό βλέμμα \недовольрыйство с ἡ δυσαρέσκεια:
    вызвать \недовольрыйство προξενώ (или προκαλώ) δυσαρέσκεια

    Русско-новогреческий словарь > недовольрый

  • 5 неудовлетворенный

    неудовлетворенн||ый
    прил ἀνικανοποίητος, δυσαρεστημένος.

    Русско-новогреческий словарь > неудовлетворенный

  • 6 обида

    оби́д||а
    ж ἡ προσβολή, τό πείραγμα, ἡ ἀδικία:
    терпеть \обидаы ἀνέχομαι προσβολές· быть в \обидае на кого-л. εἶμαι δυσαρεστημένος μέ κάποιον он на меня в \обидае εἶναι κακιωμένος μαζύ μου· наносить \обидау προσβάλλω κάποιον· проглотить \обидау καταπίνω τή προσβολή· не давать себя в \обидау δέν ἐπιτρέπω νά μέ προσβάλλουν· не в \обидау будь сказано разг νά μή σοῦ κακοφανεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > обида

  • 7 неудовлетворенный

    [νιουνταβλιτβαριόννυΐ] επ. δυσαρεστημένος

    Русско-греческий новый словарь > неудовлетворенный

  • 8 неудовлетворенный

    [νιουνταβλιτβαριόννυϊ] επ δυσαρεστημένος

    Русско-эллинский словарь > неудовлетворенный

  • 9 вечно

    επίρ.
    1. αιώνια, -ως.
    2. πάντοτε, συνεχώς, διαρκώς•

    он вечно недоволен αυτός πάντοτε είναι δυσαρεστημένος.

    Большой русско-греческий словарь > вечно

  • 10 видно

    1. απρόσ. ως κατηγ. φαίνεται, είναι ορατές, θεατός•

    отсюда всю деревню видно απ’ εδώ φαίνεται όλο το χωριό.

    2. επίρ. προφανώς, όπως φαίνεται•

    он, как, недоволен αυτός, όπως φαίνεται, είναι δυσαρεστημένος.

    εκφρ.
    видно будет – θα φανεί, Θα δούμε.

    Большой русско-греческий словарь > видно

  • 11 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 12 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 13 кислый

    επ.
    1. ξινός•

    -ые яблоки ξινά μήλα•

    -ое вино ξινό κρασί•

    -ое тесто ξινισμένο ζυμάρι•

    -ая капуста λάχανο τουρσί•

    -ое молоко το γιαούρτι.

    2. μτφ. δυσαρεστημένος, ξινισμένος• δύσθυμος, κατσουφισμένος•

    -ое лицо κατσουφιασμένο πρόσωπο.

    εκφρ.
    -ые воды (источники, ключи) – νερά που περιέχουν ανθρακικό οξύ•
    - ая соль – αλάτι ξινό•
    - ые щи – α) σούπα με λάχανο τουρσί, β) παλ. ξινό ποτό.

    Большой русско-греческий словарь > кислый

  • 14 неудовлетворённый

    επ.
    ανικανοποίητος, αδικαίωτος. || παραπονεμένος, δυσαρεστημένος• λυπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > неудовлетворённый

  • 15 претензия

    θ.
    αξίωση, απαίτηση, διεκδίκηση• αντιποίηση•

    предъявить -ю προβάλλω (εγείρω) αξίωση•

    человек с -ями άνθρωπος με αξιώσεις.

    εκφρ.
    быть в -и на кого – είμαι δυσαρεστημένος από κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > претензия

См. также в других словарях:

  • δυσαρεστούμαι — δυσαρεστούμαι, δυσαρεστήθηκα, δυσαρεστημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: δυσαρεστούμαι : η μτχ. δυσαρεστημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει δυσαρέσκεια) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδυσαρέστητος — η, ο [δυσαρεστώ] ο μη δυσαρεστημένος, αυτός που δεν τόν δυσαρέστησαν …   Dictionary of Greek

  • αντίφρων — ἀντίφρων, ον (Μ) [φρην] ο δυσαρεστημένος με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • βαρυγγωμώ — ( άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω 1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ 2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου) 3. καταριέμαι 4. (για άρρωστο) χειροτερεύω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • δυσάρεστος — η, ο (AM δυσάρεστος, ον) αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός («δυσάρεστος καιρός») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται 2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον …   Dictionary of Greek

  • δυσθετώ — δυσθετῶ ( έω) (Α) 1. είμαι δυσαρεστημένος για κάτι 2. βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση 3. δυσαρεστούμαι, δυσανασχετώ («ὑπὸ τοῡ ἐκπεπλῆχθαί τε καὶ τῇ τύχῃ ὀργίζεσθαι δυσθετούμενος ἀνέτρεψεν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μεμψιμοιρώ — (Α μεμψιμοιρῶ, έω) [μεμψίμοιρος] παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.) αρχ. 1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι… …   Dictionary of Greek

  • παραπονιέμαι — και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, έομαι 1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, η, ο λυπημένος, δυσαρεστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πονώ / ούμαι.… …   Dictionary of Greek

  • στυφός — ή, ό / στυφός, ή, όν, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα 2. μτφ. α) δυσάρεστος β) δυσαρεστημένος αρχ. μτφ. αυστηρός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»