Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυάδα

См. также в других словарях:

  • δυάδα — η (AM δυάς) 1. η ιδιότητα τού αριθμού δύο 2. δύο όμοια πρόσωπα ή πράγματα, τα οποία θεωρούνται ως σύνολο, ζεύγος αρχ. ο αριθμός δύο …   Dictionary of Greek

  • δυάδα — δυάς the number two fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάμων και Φιντίας — Δυάδα πυθαγορείων που έμεινε ως σύμβολο θαυμαστής και αμοιβαίας φιλίας. Νεότερες παραλλαγές των σχετικών περιστατικών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για μύθο, ο οποίος πλάστηκε για να δείξει τη φιλία μεταξύ των πυθαγορείων. Κατά την …   Dictionary of Greek

  • δυάδ' — δυάδα , δυάς the number two fem acc sg δυάδι , δυάς the number two fem dat sg δυάδε , δυάς the number two fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • NUMEROS (per) mysteria denotandi Veterum mos — per NUMEROS mysteria denotandi Veterum mos Animam esse ἀριθμὸν ἑαυτὸν κινοῦντα, Numerum qui se ipsum moveat, dixit Pythagoras. Idem Principia vocavit Numeros, et eorum Symmetrias harmonias, et Elementa ex utrisque composita, Geometrica. Rursus in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NUMERUS Par — mali ominis habitus, apud Romanos; impar, plenus et faustior. Solinus c. 1. Graci singulis annis XI. dies et quadrantem detrabebant, eosque octies multiplicatos in annum nonum refervabant, ut contractus nonagenarius numerus in tres menses, per… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

  • βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • διδυμότης — διδυμότης, η (AM) [δίδυμος] 1. η ύπαρξη διδύμων 2. η δυάδα …   Dictionary of Greek

  • δοιάς — δοιάς, η (Μ) [δοιοί] δυάδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»